Ο διάλογος μεταξύ επιστήμης και θρησκείας γίνεται όλο και πιο ενεργός, αλλά από μια επισκόπηση προκύπτει ότι τα πιστεύω των επιστημόνων ελάχιστα έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του 1930 και οι κορυφαίοι επιστήμονες είναι περισσότερο άθεοι παρά ποτέ.
Λίγα μόνο βήματα από τον ποταμό Potomac στην Washington, D.C, βρίσκεται το άγαλμα του Albert Einstein, σ’ έναν κήπο δίπλα στην Εθνική Ακαδημία των Επιστημών, θα μπορούσε να βρεθεί πιο κατάλληλο άτομο από τη μυθική αυτή μορφή, για να συμβολίζει το υψηλότερο κλιμάκιο των επιστημόνων στην Αμερική; ‘Έχοντας καταφύγει στις ΗΠΑ διαφεύγοντας από τη φρίκη της ναζιστικής Γερμανίας εξαιτίας της θρησκευτικής του κληρονομιάς, ο Einstein ποτέ δεν σταμάτησε να συλλογίζεται τη θρησκεία και μάλιστα κάποτε αμφισβήτησε την αρχή της αβεβαιότητας της κβαντικής θεωρίας, με την περίφημη άρνηση του να παραδεχθεί ότι ο θεός παίζει ζάρια μέσα στο Σύμπαν.
Μολαταύτα, πολύ αργότερα είπε: “Στον αγώνα τους για την ηθική, οι δάσκαλοι της θρησκείας πρέπει να έχουν το θάρρος να εγκαταλείψουν το δόγμα για την ύπαρξη προσωπικού θεού”.
Τώρα, στο τέλος της χιλιετίας, εμφανίζεται μια κίνηση για τη συμφιλίωση της επιστήμης με τη θρησκεία. Με κάποιες καινούργιες εκδόσεις χαιρετίζεται το θείο στη Φυσική, τη Βιολογία, ακόμα και στη θεωρία της πληροφορικής. Τον περασμένο χρόνο, το εξώφυλλο του περιοδικού Newsweek κοσμούσε η φράση “Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟΝ ΘΕΟ”, ιδέα που υιοθετήθηκε και από άλλα πρωτοποριακά περιοδικά. Όλο και περισσότερα συνέδρια φιλοξενούν τον διάλογο μεταξύ των “δύο οδών της γνώσης”. Σύμφωνα με μια ανακοίνωση, σήμερα διατίθενται 1.000 προγράμματα σπουδών σχετικών με την επιστήμη και την πίστη στην Ανωτάτη Παιδεία στις ΗΠΑ, ενώ ο σπουδαστής της δεκαετίας του 1960 έπρεπε να σκαλίσει με πολύ κόπο και μόχθο για να ανακαλύψει έστω και ένα τέτοιο πρόγραμμα.
Ηλικιωμένοι πλέον επιστήμονες, με μεγάλη θητεία στην επιστήμη, λέγεται ότι αισθάνονται την ανάγκη να ομολογήσουν την άλλοτε επτασφράγιστη, είτε και την πρόσφατα ανακαλυφθείσα πίστη τους. Μολαταύτα, η κίνηση αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Η όλη ιστορία άρχισε μετά από ένα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Berkeley, με θέμα “Η επιστήμη και η πνευματική αναζήτηση” και χρηματοδότηση από τη βαθιά τσέπη του ιδρύματος Templeton, του οποίου ο ιδρυτής, χρηματιστής και φιλάνθρωπος, Sir John Templeton επιδεικνύει πολύ ζωηρό ενδιαφέρον για τη συμφιλίωση της θρησκευτικής πίστης με τη σύγχρονη επιστήμη. Αυτή του την προσήλωση τη χαρακτηρίζει ως “θεολογία της ταπεινοφροσύνης” και δίνει έμφαση στην ανάγκη να υπάρξει και από τις δυο πλευρές αναγνώριση των ορίων των μεθόδων που διαθέτουν για την απόκτηση της γνώσης αφήνοντας ελεύθερο χώρο και για τον άλλο.
Το ίδρυμα Templeton έχει επίσης υποστηρίξει πολλά προγράμματα πανεπιστημιακών σπουδών που αφορούν αυτό το θέμα, παρέχει χρηματικά βραβεία για σχετικές επιστημονικές εργασίες και χρηματοδοτεί μεγάλο αριθμό ακαδημαϊκών διαλέξεων και συνεδρίων – με θέματα διαμορφωμένα έτσι ώστε να διεγείρουν τη συζήτηση για τις σχέσεις που υφίστανται μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, στο πλαίσιο της θεολογίας της ταπεινοφροσύνης. Στην προσπάθεια τους να διατηρήσουν τα κεκτημένα, ορισμένες οργανώσεις των Ευαγγελικών Διαμαρτυρομένων – και κατά κύριο λόγο η Campus Crusade for Christ, που διαθέτει μεγάλα οικονομικά μέσα – χρηματοδοτούν συνέδρια και πανεπιστημιακές παραδόσεις για την προώθηση των απόψεων τους επί του θέματος. Όμως, η καθιερωμένη επιστήμη, στην οποία θητεύουν τα καλύτερα μυαλά ανδρών και γυναικών, επιτελεί το έργο της με συγκρατημένους ρυθμούς και με μεγάλη ακρίβεια.
Για πολλούς, το αποτέλεσμα συνίσταται σε απέχθεια του πνεύματος προς το υπερφυσικό. Ακόμα και αν η επιστήμη ανακάλυπτε τον θεό, γεγονός που το περιοδικό Newsweek δημοσίευσε ότι θα αποτελούσε, εάν αλήθευε, το θέμα του αιώνα, οι επιστήμονες θα το αναγνώριζαν; Ο Κάρολος Δαρβίνος τιμάται ως παράδειγμα του επιστημονικού πνεύματος. Υπομονετικά αμφισβήτησε και δοκίμασε τη θεωρία του για την εξέλιξη για 20 χρόνια πριν να τη δημοσιεύσει. Αμφιταλαντεύτηκε για ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με το θέμα της θρησκείας πριν να καταλήξει στον αγνωστικισμό. “Έχω την πεποίθηση ότι το όλο θέμα είναι πολύ βαθύ για το ανθρώπινο πνεύμα”, έγραφε αργότερα. “Ακόμα κι ένας σκύλος θα μπορούσε να διατύπωνα εικασίες για το πνεύμα του Νεύτωνα. Ας αφήσουμε τον καθένα να ελπίζει και να πιστεύει ό,τι θέλει”. Και τι ελπίζει και πιστεύει ο κοινός επιστήμονας;
Ένας από τους πρωτοπόρους που προσπάθησε να δώσει απάντηση στο ερώτημα ήταν ο ψυχολόγος James Η. Leuba, του κολεγίου Bryn Mawr. To 1914, καθώς και το 1933, ο Leuba προέβη σε διερεύνηση των απόψεων των επιστημόνων Βιολογίας και Φυσικής όσον αφορά αυτές που ο ίδιος είχε καθορίσει ως τις “δυο κεντρικές πεποιθήσεις της Χριστιανικής θρησκείας”: έναν θεό που επηρεάζεται από τη λατρεία και μια μετά θάνατο ζωή. Υποστήριξε την άποψη ότι χωρίς τα “θεμελιώδη αυτά δόγματα” η Χριστιανική θρησκεία δεν μπορεί να επιβιώσει. Και διατύπωσε τη γνώμη ότι είναι λογική η διερεύνηση αυτών των πεποιθήσεων στους επιστήμονες γιατί αυτοί “εξασκούν μεγάλη επιρροή στον σύγχρονο κόσμο, ακόμα και σε θέματα που αφορούν στη θρησκεία”.
Για να δούμε εάν οι πεποιθήσεις των επιστημόνων έχουν μεταβληθεί από τότε, το 1996 και το 1998 υποβάλαμε και πάλι στους Αμερικανούς επιστήμονες τα δυο αυτά ερωτήματα του Leuba:
Πιστεύετε (1) “σε έναν θεό που βρίσκεται σε διανοητική και συναισθηματική επικοινωνία με τον άνθρωπο… προς τον οποίον μπορεί κανείς να προσεύχεται με την ελπίδα να λάβει μια απάντηση;” και (2) “στην προσωπική αθανασία;”. Οι απαντήσεις
“Στον αγώνα τους για την ηθική, οι δάσκαλοι της θρησκείας πρέπει να έχουν το θάρρος να εγκαταλείψουν το δόγμα για την ύπαρξη προσωπικού θεού” – Άλμπερτ Αϊνστάιν περιορίζονταν στο “ναι”, “όχι” και “δεν ξέρω” ή “αγνωστικιστής” και ήταν αυστηρά ανώνυμες. Οι ερωτήσεις μας προκάλεσαν σημαντικές επικρίσεις, όπως εξάλλου και στην εποχή του Leuba. “Γιατί τόσο στενός ορισμός (του θεού);”, σημειώνει ένας από τους συμμετέχοντες, στο περιθώριο της απάντησης του. “Πιστεύω στον θεό, αλλά δεν πιστεύω ότι θα πρέπει κανείς να περιμένει μια απάντηση στην προσευχή του”. Κάποιος άλλος προσθέτει: “Νομίζω ότι μπορεί κανείς να είναι βαθιά θρησκευόμενο άτομο και όμως να απορρίπτει την πίστη σε έναν προσωπικό θεό είτε και την προσωπική του αθανασία”.
Ο Leuba υποστήριξε με αποφασιστικότητα τα ερωτήματα του, ερχόμενος αντιμέτωπος με παρόμοια παράπονα. “Επέλεξα τον ορισμό του θεού κατ’ αυτό τον τρόπο, γιατί αυτός είναι ο θεός που λατρεύεται σε όλους τους κλάδους της Χριστιανικής θρησκείας”, έγραφε. Επειδή θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τις μεταβολές που έχουν επέλθει με την πάροδο του χρόνου μόνο με τη σχολαστική χρησιμοποίηση αυτούσιων των ερωτήσεων του Leuba, δεχθήκαμε να ρισκάρουμε την πιθανότητα ότι οι απαντήσεις θα υποβάθμιζαν τη θρησκευτική πίστη.
Η σφυγμομέτρηση ακολούθησε πιστά τις μεθόδους του Leuba. Στην αρχή σφυγμομετρήθηκε τυχαίο δείγμα επιστημόνων των κλάδων Βιολογίας και Φυσικής (στους τελευταίους περιλαμβάνονταν και μαθηματικοί), που περιλαμβάνονται στο πρότυπο αναφοράς American Men and Women of Science (Αμερικανοί Επιστήμονες, Άνδρες και Γυναίκες), όπως ακριβώς έπραξε και ο Leuba το 1914 με το τότε American Men of Science (Αμερικανοί Επιστήμονες). Η δεύτερη πηγή πληροφοριών του Leuba, οι greater scientists (διασημότεροι επιστήμονες), βασιζόταν σε τυχαίο δείγμα από τα άτομα που είχαν σημανθεί με αστερίσκους δίπλα στην καταχώρηση τους. Αυτή η διάκριση δεν υφίσταται πλέον στο American Men and Women of Science και έτσι καταλήξαμε στους καταλόγους των πολύ πιο επίλεκτων μελών της National Academy of Sciences NAS (Εθνικής Ακαδημίας των Επιστημών), με ενδελεχή αναδίφηση των τμημάτων Βιολογίας και Φυσικής. Σύμφωνα με τα πρότυπα απαντήσεων σε δημοσκοπήσεις, οι δυο ερωτήσεις φαίνεται να έθιξαν νευραλγικά σημεία τότε και τώρα, καθώς περισσότεροι από 50% των ερωτηθέντων απάντησαν και τις δύο φορές.
Η Λύση του 40 τοις εκατό
Το ίδιο μέγεθος παρέμεινε σταθερό για περισσότερες από οκτώ δεκαετίες: 40 τοις εκατό. Τέσσερις στους δέκα από τους επιστήμονες που απάντησαν στον Leuba πίστευαν στον θεό, όπως προκύπτει από την ερευνά του. Το ίδιο ισχύει και σήμερα. Κάπως μεγαλύτερο ποσοστό, γύρω στο 50 τοις εκατό, στη διερεύνηση του Leuba, πίστευε στη μεταθανάτια ζωή, ποσοστό που σήμερα περιορίζεται επίσης στο 40 τοις εκατό. Έτσι, μια από τις προβλέψεις του Leuba, που θα τη χαρακτηρίσουμε ως γενική θεωρία της απιστίας, αστοχεί. Η πρόοδος της επιστήμης, έγραφε γύρω στο 1914, θα απαιτήσει “την αναθεώρηση της κοινής γνώμης όσον αφορά …στις δυο πρωταρχικές πεποιθήσεις της επίσημης Χριστιανοσύνης”. Ανέμενε την ενίσχυση της απιστίας στη θρησκεία τόσο μεταξύ των επιστημόνων της Αμερικής όσο και γενικότερα των Αμερικανών. Αλλά οι επιστήμονες σήμερα δεν απορρίπτουν περισσότερο τις δυο “πρωταρχικές πεποιθήσεις” της Χριστιανοσύνης από τους αντίστοιχους επιστήμονες του 1914. Εξάλλου, οι δημοσκοπήσεις παρέχουν τα ίδια περίπου αποτελέσματα όσον αφορά στον γενικό πληθυσμό.
Στο δεύτερο μέρος της δημοσκόπησης του Leuba -που αφορά στους επίλεκτους της επιστήμης- παρατηρήθηκαν πολύ υψηλότερα επίπεδα απιστίας και αμφιβολίας. Το 1914 λιγότεροι από ένας στους τρεις από τους “διάσημους” επιστήμονες του Leuba εξέφρασαν πίστη στον θεό και ελάχιστα μεγαλύτερο ποσοστό στην αθανασία. Το 1933 περισσότεροι από 80 τοις εκατό των κορυφαίων επιστημόνων της Φυσικής απέρριψαν και τις δυο θεμελιώδεις πεποιθήσεις της παραδοσιακής Χριστιανοσύνης.
Θα χαρακτηρίσουμε τη δεύτερη θεωρία του Leuba ως ειδική θεωρία της απιστίας. Ο Leuba ισχυρίζεται ότι οι “διασημότεροι” επιστήμονες επέδειξαν μικρότερη ανοχή του υπερφυσικού, σε σύγκριση με τους “ελάσσονες” επιστήμονες, εξαιτίας της “ανώτερης γνώσης, κατανόησης και εμπειρίας τους”. Η ειδική θεωρία εξακολουθεί να είναι ζωντανή και σήμερα: “Είναι φανερό ότι μπορείς να είσαι επιστήμονας και να εξακολουθείς να έχεις θρησκευτικές πεποιθήσεις”, ανακοίνωσε στον Βρετανικό Τύπο ο χημικός Peter Atkins του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης όταν του ανακοίνωσαν τα σχετικά με το ποσοστό του 40 τοις εκατό, το 1997. “Αλλά δεν νομίζω ότι μπορείς να είσαι πραγματικός επιστήμονας, με τη βαθύτερη έννοια του όρου, γιατί εδώ πρόκειται για εντελώς αντιφατικές κατηγορίες γνώσης”.
Τα μέλη της NAS του 1998 πιθανότατα αποτελούν τελειότερο δείγμα “εκλεκτών”, σε σύγκριση με τις επιλογές του Leuba με βάση τους αστερίσκους στις καταχωρήσεις. Το Κογκρέσο ίδρυσε τη National Academy of Science NAS) (Εθνική Ακαδημία των Επιστημών) το 1863 και, μετά τον διορισμό των πρώτων της μελών, το Κογκρέσο τα εξουσιοδότησε να εκλέγουν όλα τα μελλοντικά της μέλη. Τα σημερινά 1800 μέλη της Ακαδημίας αποτελούν την αριστοκρατία της αμερικανικής επιστήμης. Και οι απαντήσεις τους επικυρώνουν τις προβλέψεις του Leuba όσον αφορά στους κορυφαίους επιστήμονες αρκετές γενεές μετά από τον καιρό του. Η απιστία μεταξύ των μελών της NAS που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση μας υπερβαίνει το 90 τοις εκατό. Αυτή η αύξηση μπορεί απλά να αντανακλά το γεγονός ότι πρόκειται για περισσότερο επίλεκτους από τους “διασημότερους” επιστήμονες του Leuba, αλλά και αυτή η ερμηνεία θα ήταν και πάλι ευχάριστη στον Leuba. Οι βιολόγοι της NAS είναι οι περισσότερο σκεπτικιστές, με το 95 τοις εκατό αυτών να δηλώνει αθεϊσμό και αγνωστικισμό. Οι μαθηματικοί, μέλη της NAS, είναι περισσότερο συγκαταβατικοί: ο ένας στους έξι δήλωσε πίστη σε προσωπικό θεό.
Ο Ναός της Πίστης
Μολαταύτα, αυτό που ξεχωρίζει είναι ότι η εικόνα της επιστήμης στην Αμερική ουσιαστικά δεν έχει μεταβληθεί από το 1914 μέχρι σήμερα. Με μέτρο τη θρησκευτική πίστη, η επιστήμη μοιάζει με πυραμίδα, ή με τρίπλευρο αρχαίο ναό. Στην κορυφή βρίσκεται η απόλυτη απιστία. Οι επιστήμονες που καταλαμβάνουν το μέσον έχουν σημαντικά λιγότερη πίστη (περισσότερο από το μισό) σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Η ευρεία βάση βυθίζεται με περισσότερη σταθερότητα στη θρησκευόμενη Αμερική – με την ένδειξη ότι περισσότερο θρησκευτικό αίσθημα υπάρχει μεταξύ των γιατρών, μηχανικών και μελών άλλων τεχνολογικών επαγγελμάτων που αφορούν στην εφαρμοσμένη επιστήμη. Η αποκάλυψη της πυραμίδας θα φαίνεται σε πολλά μορφωμένα άτομα ως πολλή φασαρία για την έκδηλη πραγματικότητα.
“Σήμερα, όσο πιο ψηλά είναι οι κατακτήσεις όσον αφορά στην παιδεία, είτε όσο ψηλότεροι είναι οι βαθμοί που επιτυγχάνονται σε δοκιμασίες νοημοσύνης ή άλλων δεξιοτήτων, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα αυτά τα άτομα να είναι χριστιανοί”, δηλώνει ο διανοούμενος ιστορικός Paul Κ. Conkin.To ίδιο θα έλεγε επίσης και για τα άτομα με τα υψηλότερα εισοδήματα.
Κάποιος κίνδυνος παραμονεύει κατά τον διαχωρισμό των “ελασσόνων” επιστημόνων προς επιβράβευση των “κορυφαίων” επιστημόνων, αλλά η διάκριση έχει την αξία και σημασία της. Βέβαια αυτοί που πιστεύουν στον θεό μπορούν να ξύνουν το κεφάλι τους και να διατυπώνουν το ερώτημα: Ο Κοπέρνικος, ο Κέπλερ και ο Νεύτων δεν ήταν μεγάλοι; Και ο καθένας τους δεν ήταν βαθιά και προσωπικά θρησκευόμενος; Γιατί σήμερα δεν υπάρχουν στα ανώτερα κλιμάκια περισσότεροι τύποι που πιστεύουν στον θεό όπως ο Νεύτωνας; Μήπως οι βαθύτερες σύγχρονες επιστημονικές διάνοιες έλκονται προς την αθεΐα, ή, για να παραφράσουμε τον Δαρβίνο, το περιβάλλον μιας επίλεκτης επιστημονικής κοινωνίας επιλέγει το χαρακτηριστικό της απιστίας;
Ο διάσημος βιολόγος, οπαδός της θεωρίας της εξέλιξης Ernst Mayr, μέλος της NAS από το 1954, μελέτησε το θέμα της απουσίας της θρησκευτικής πίστης μεταξύ των συναδέλφων του από το Πανεπιστήμιο του Harvard, στην Ακαδημία. “Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλοι βρεθήκαμε άθεοι”, λέει. “Διαπίστωσα ότι αυτό οφειλόταν σε δυο αίτια”. Το ένα θα μπορούσε να διατυπωθεί ως: “Ώ! κατέληξα άθεος από πολύ νωρίς. Βλέπεις, δεν μπορούσα να πιστεύω όλες αυτές τις ανοησίες για το υπερφυσικό”. Άλλοι όμως του είπαν: “Δεν μπορούσα να πιστεύω ότι υπάρχει θεός, με όλη αυτή την κακία που υπάρχει στον κόσμο”. Και ο Mayr προσθέτει:
“Οι περισσότεροι άθεοι συνδυάζουν και τα δυο. Και αυτός ο συνδυασμός καθιστά αδύνατη την πίστη στην ύπαρξη του θεού”. Ο κοινωνιολόγος Rodney Stark, του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, από τους πρώτους μελετητές της εξάπλωσης της κοσμικοποίησης σε μια θρησκευτική κοινωνία, επισημαίνει: “Για 200 χρόνια κυκλοφορούσε η άποψη ότι, εάν επιθυμούσες να είσαι επιστήμονας, θα έπρεπε να διατηρείς το μυαλό σου ελεύθερο από τα δεσμά της θρησκείας”. Υποστηρίζει την άποψη ότι, μολονότι τα δημογραφικά στοιχεία παίζουν κάποιο ρόλο -ένας δάσκαλος που δίδασκα στη Νότια Ντακότα είναι πιθανότερο να ασχολείται περισσότερο με τη θρησκεία από έναν ακαδημαϊκό καθηγητή στο Σικάγο- η ανώτατη εκπαίδευση, στο σύνολο της, αποδιώχνει την ιδέα του θεού είτε και τα άτομα που την υποστηρίζουν. Στα ερευνητικά Πανεπιστήμια “οι θρησκευόμενοι κρατάνε το στόμα τους κλειστό”, λέει ο Stark. “Και εκείνοι που δεν θρησκεύονται εφαρμόζουν διακρίσεις”. Ο Stark υποστηρίζει ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι θρησκευόμενα πολύ περισσότερα μέλη της NAS απ’ όσα θεωρούν σκόπιμο να το αναγνωρίσουν.
Η NAS, όπως και πολλές άλλες επιστημονικές οργανώσεις, συντηρείται από την κοινωνία. Το πρωταρχικό έργο της Ακαδημίας [που επιτελείται παράλληλα με εκείνο του National Research Council, (Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας)] συνίσταται στην παραγωγή, κατά μέσο όρο, μιας τεχνικής ανακοίνωσης ανά 24ωρο, για να συμβουλεύει το Κογκρέσο και τα άλλα νομοθετικά σώματα, να καθησυχάζει αδικαιολόγητους φόβους του κοινού αναφορικά με επιστημονικούς κινδύνους, να ασκεί πιέσεις για την εξεύρεση οικονομικών πόρων για την έρευνα και να προάγει τη δόκιμη επιστήμη και το ενδιαφέρον του κοινού. Η NAS αντιλαμβάνεται την υποχρέωση της να υπηρετεί το κοινό, αλλά η επιχείρηση αυτή απαιτεί λεπτούς χειρισμούς. Η απιστία και η πίστη συχνά κατέστησαν μείζον θέμα δημοσίων σχέσεων για την επιστήμη στη θρησκευόμενη Αμερική.
“Ρώτησα ορισμένα άτομα στη NAS γιατί δεν διαθέτουν ιδιαίτερο τμήμα για την εξέλιξη”, λέει ο William Β. Provine, οπαδός της εξέλιξης και ιστορικός της επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Cornell. “Πολύ αμφιλεγόμενο”. Μολαταύτα, προς τιμήν της, το 1998 η NAS εκδίδει ανακοίνωση στην οποία με υπερηφάνεια συνηγορεί υπέρ της διδασκαλίας της θεωρίας της εξέλιξης στα δημόσια σχολεία. “Το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει θεός αποτελεί θέμα για το οποίο η επιστήμη τηρεί ουδέτερη στάση”, είναι η πρώτη προσεκτική φράση της ανακοίνωσης, πριν την επιστράτευση των επιστημονικών της επιχειρημάτων εναντίον των αντιρρήσεων της θρησκείας στη
Έλκονται οι βαθύτερες σύγχρονες επιστημονικές διάνοιες προς την αθεΐα ή το περιβάλλον μιας επίλεκτης επιστημονικής κοινωνίας επιλέγει το χαρακτηριστικό της απιστίας;
Η διδασκαλία της θεωρίας της εξέλιξης. Αλλά η ειρωνεία είναι αξιοσημείωτη: μια ομάδα ειδικών, που όλοι τους σχεδόν είναι άπιστοι -και οι οποίοι πιστεύουν ότι η επιστήμη επιβάλλει αυτό το συμπέρασμα- λένε στο κοινό ότι “η επιστήμη είναι ουδέτερη” όσον αφορά στο θέμα της ύπαρξης του θεού.
Η θρησκεία ήταν αναπόφευκτο θέμα στο συνέδριο όπου έγινε η ανακοίνωση. Διάσημα μέλη του συνεδρίου επαναλάμβαναν ότι οι περισσότερες θρησκείες δεν αντιτίθενται στη θεωρία της εξέλιξης, καθώς και ότι πολλοί επιστήμονες θρησκεύονται. “Πολλά διάσημα μέλη της ακαδημίας είναι βαθιά θρησκευόμενα άτομα, άνθρωποι που πιστεύουν στην εξέλιξη, πολλοί από τους οποίους είναι βιολόγοι”, δήλωνε ο πρόεδρος της Ακαδημίας Bruce Alberts. Βέβαια, δεν υποστήριζε ότι αυτά τα “βαθιά θρησκευόμενα” μέλη της NAS πίστευαν σε έναν θεό όπως αυτόν που καθορίζεται στην έρευνα του Leuba -δηλαδή στον παραδοσιακό Ιουδαϊκό, Χριστιανικό ή Μουσουλμανικό θεϊσμό- αλλά αυτό θα ήταν η φυσική ερμηνεία της δήλωσης του γενικά από το κοινό.
Πράξη Ισορροπίας ή Δειλία;
H ιστορία της εξέλιξης αποτελεί “πλούσια πηγή γι’ αυτούς
που αποζητούν την παρουσία του θεού στη ζωή τους”
-Ursula Goodenough
H NAS επέδειξε το ίδιο ενδιαφέρον για τη ν κοινή γνώμη κατά την ανακοίνωση της πολιτικής της το 1981, ως μάχη οπισθοφυλακής, μετά από την απόφαση δυο πολιτειών να διαθέσουν ίσο χρόνο για το μάθημα της “επιστήμης της Γένεσης” στα τμήματα βιολογίας των δημοσίων σχολείων. Στην ανακοίνωση αναφερόταν ότι “Η θρησκεία και η επιστήμη αποτελούν ξεχωριστούς και αμοιβαία αποκλειόμενους τομείς της ανθρώπινης σκέψης, η παρουσίαση των οποίων στο ίδιο πλαίσιο οδηγεί σε παρεξήγηση, τόσο της επιστημονικής θεωρίας όσο και της θρησκευτικής πίστης”.
Αυτοί οι κανόνες του παιχνιδιού είναι βολικοί για πολλούς, αλλά όχι και πλήρως ικανοποιητικοί για μερικούς άθεους επιστήμονες, καθώς και για πολλούς θρησκευόμενους επιστήμονες. Ο Βρετανός ζωολόγος Richard Dawkins αποκαλεί τη δήλωση της NAS “τέχνασμα δειλίας για την αποφυγή ανάληψης ευθύνης. Νομίζω ότι πρόκειται για προσπάθεια προσέλκυσης του εξεζητημένου θεολογικού λόμπι προς το στρατόπεδο μας και την τοποθέτηση των οπαδών της θεωρίας της “Γένεσης” σε άλλο στρατόπεδο. Πρόκειται για καλή πολιτική, αλλά από πνευματική άποψη πρόστυχη”.
Οι διακείμενοι εχθρικά προς τη θεωρία της εξέλιξης, όπως ο Philip Ε. Johnson, καθηγητής της νομικής στο Berkeley και συχνός ομιλητής για το Campus Crusade for Christ, ευδοκιμούν με τέτοιου είδους διαύγεια σκέψης, και βρίσκουν ότι ο Dawkins αποτελεί το ιδανικό ξίφος. “Οι συνάδελφοι μου και εγώ επιθυμούμε να διαχωρίσουμε την πραγματική επιστήμη από την υλιστική φιλοσοφία”, υποστήριξε ο Johnson σε συζήτηση στην εκπομπή Firing Line του ΡΒS. Ο Dawkins, πολύ γνωστός για τις ασυμβίβαστες απόψεις του, παρομοιάζει την πίστη στην ύπαρξη του θεού σαν πίστη στις νεράιδες, θεωρεί ότι είναι πνευματική ατιμία να ζει κανείς παρέα με αντιφάσεις, όπως, για παράδειγμα, όλη τη βδομάδα να επιτελεί επιστημονική εργασία και την Κυριακή να πηγαίνει στην εκκλησία.
Η Eugenie C. Scott, διευθύντρια του National Center for Science Education (Εθνικού Κέντρου για την Επιστημονική Εκπαίδευση), που αντιμάχεται τη θεωρία της Γένεσης, ενδιαφέρεται για τα μερίσματα των δημοσίων σχέσεων που διακινδυνεύονται όταν μαχητές όπως ο Johnson και ο Dawkins επιμένουν ότι η συζήτηση τους για την επιστήμη και θρησκεία, την πίστη και την απιστία, την Εξέλιξη και τη Γένεση, δεν επιδέχεται συμβιβασμούς.
Μια αναμέτρηση της έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 1995. Στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου της National Association of Biology Teachers [ΝΑΒΤ] (Εθνικό Συμβούλιο Διδασκάλων Βιολογίας) περιλαμβανόταν ψηφοφορία σχετικά με την “Αναφορά για τη Διδασκαλία της θεωρίας της Εξέλιξης” του 1995, του ίδιου οργανισμού. Η αναφορά κατέστη κακόφημη στους κύκλους των οπαδών της θεωρίας της Γένεσης γιατί περιελάμβανε τη φράση “μη επιτηρούμενη, απρόσωπη, απρόβλεπτη και φυσική διεργασία” -που για μερικούς περιείχε την έννοια της αθεΐας.
Δυο αξιοσέβαστοι διανοούμενοι, ο ιστορικός των θρησκειών Ηυ-ston Smith και ο φιλόσοφος Alvin Plantinga, έκαναν την υπόδειξη ότι το Συμβούλιο θα μπορούσε να αφαιρέσει τις λέξεις “μη επιτηρούμενη και απρόσωπη”, για να απαλλάξει τους διδασκάλους της Βιολογίας από τον κόπο της υπεράσπισης τους. Το Συμβούλιο καταψήφισε την πρόταση. Στη συνέχεια, με περιθώριο λίγες μόνο ώρες, η Scott έπεισε το Συμβούλιο να μεταστραφεί. Ο διευθυντής του ΝΑΒΤ Wayne W.Carley είπε ότι η αλλαγή ήταν καλή, ειλικρινής επιστήμη. “Όταν λες ότι η εξέλιξη δεν είναι επιτηρούμενη είναι σαν να διατυπώνεις μια θεολογική ανακοίνωση”.
Αλλά το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας εμφανίσθηκε στον λαϊκό Τύπο σαν υποταγή των επιστημόνων στους οπαδούς της Γένεσης και έτσι άρχισε αυτό που η Scott αποκαλεί “Γaffaire ΝΑΒΤ”. Μια αντιτιθέμενη ομάδα βιολόγων υποτίμησε το ενδιαφέρον για τις δημόσιες σχέσεις, επιμένοντας ότι πράγματι η εξέλιξη είναι μη επιτηρούμενη και απρόσωπη. Αυτή είναι μια πράξη ισορροπίας που οι υλιστές στην επιστήμη θα πρέπει να επιχαρούν, εφόσον διαβιούν και εργάζονται μέσα σε μια παραδοσιακά Χριστιανική κοινωνία. Ο Matt Cartmill, πρόεδρος της American Association of Physical Anthropologists, ρίχνει το βάρος της συζήτησης, κατά κύριο λόγο, προς την κατεύθυνση της ταπεινοφροσύνης στην επιστήμη . “Πολλοί επιστήμονες είναι άθεοι είτε αγνωστικιστές που θέλουν να πιστεύουν ότι ο φυσικός κόσμος που μελετούν είναι ό,τι υπάρχει και βρίσκεται εκεί πέρα, και εφόσον δεν είναι παρά άνθρωποι, προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι η επιστήμη τους παρέχει τα επιχειρήματα γι’ αυτή τους την πίστη”, έγραψε στο περιοδικό Discover τον περασμένο χρόνο. “Πρόκειται για έντιμη πεποίθηση, αλλά δεν πρόκειται για εύρημα που προκύπτει από επιστημονική έρευνα”. Ορισμένοι όμως επιστήμονες προσπαθούν να την εμφανίσουν έτσι.
Στο ετήσιο συνέδριο της Society for Neuroscience (Ένωσης Νευροεπιστήμης) στη Νέα Ορλεάνη, έγινε λόγος για το “God module”, ένα σημείο στον εγκέφαλο που φαίνεται ότι παράγει θρησκευτικά αισθήματα. Οι αποδείξεις προέρχονται από το χρυσωρυχείο της διερεύνησης του εγκεφάλου, τα άτομα με βλάβες στον εγκέφαλο: ασθενείς με επιληψία του κροταφικού λοβού έχουν θρησκευτικές εμπειρίες κατά τις επιληπτικές κρίσεις. Ο Χριστιανός μαχητής εναντίον της θεωρίας της εξέλιξης Johnson αντεπετέθη: “Να είστε βέβαιοι ότι οι υλιστές επιστήμονες ποτέ δεν θα ανακαλύψουν υλιστικό module, εννοώντας τμήμα του εγκεφάλου που καθιστά το άτομο ικανό να φαντάζεται ότι μπορεί να ερμηνεύσει τον νου με αυστηρά υλιστικούς όρους”.
Στο συνέδριο Science and the Spiritual Quest (Η Επιστήμη και η Πνευματική αναζήτηση), το 1998, στο Berkeley, που χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Templeton, περισσότεροι από 20 επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και ένας Νομπελίστας της Φυσικής, δήλωσαν επίσημα ότι η επιστήμη είτε τους οδήγησε προς τον θεό είτε δεν στάθηκε εμπόδιο προς την πίστη τους. Το συνέδριο ενθάρρυνε τους επιστήμονες να προβούν σε δημόσια συζήτηση για τον θεό, συμπεριλαμβανομένου (αλλά όχι κατά κύριο λόγο) και του θεού του Leuba που απαντά στις προσευχές. Ορισμένοι είπαν ότι τόσο για την επιστήμη όσο και για την πίστη απαιτούνται σημαντικές προϋποθέσεις, ενώ άλλοι υπέδειξαν ότι ο κόσμος εμπεριέχει ίχνη για την παρουσία νοημοσύνης. Η αστρονόμος Jocelyn Bell Bumell, αφοσιωμένη οπαδός των Quaker, ευρύτερα γνωστή για την ανακάλυψη των αστέρων pulsar, βρίσκει χώρο στη ζωή της, τόσο για την επιστήμη όσο και για τη θρησκεία. “Δεν νομίζω ότι ο θεός δημιούργησε τον κόσμο κατά φυσική έννοια”, δήλωσε στο συνέδριο ενώπιον 350 ατόμων. “Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει θεός”. Γι’ αυτή, ο θεός απλά είναι αυτό της ψιθυρίζει μια εσωτερική, ιδιωτική της εμπειρία. Ανέφερε επίσης ότι ορισμένοι θέλουν να τοποθετούν τον θεό στο απειροελάχιστο εκείνο χρονικό διάστημα νανοδευτερολέπτων, αμέσως μετά από το Big Bang (Μεγάλη Έκρηξη), αλλά η πίστη της δεν χρειάζεται κανένα κενό διάστημα για να τοποθετήσει τον θεό.
Πολύ αργά κατά τη διακεκριμένη του σταδιοδρομία, ο αστρονόμος Allan Sandage σκόνταψε στο ερώτημα των επιστημόνων που πιστεύουν στην ύπαρξη του θεού και το οποίο θέτουν στους αγνωστικιστές συναδέλφους τους: Γιατί να μην υπάρχει κάτι μάλλον, παρά τίποτε; “Ποτέ μου δεν βρήκα την απάντηση στην επιστήμη”, εξομολογήθηκε στο συνέδριο του Berkeley. “Για να δώσω ένα τέλος στην ανησυχία που μου δημιουργήθηκε, έπρεπε κάτι να κάνω”. Και απλά “αποφάσισε να πιστεύει”, εξήγησε ο Sandage, προσθέτοντας ότι αυτή του η πίστη “τελικά αποδείχθηκε ορθή”.
Η εμπειρία μεταστροφής του Sandage τον καθιστά ένα σπάνιο “πρόσωπο-γέφυρα” αλληλοσύνδεσης διαφόρων στρατοπέδων από θεϊστές. Η προσέγγιση του προσελκύει ως μαρτυρία το ενδιαφέρον των Ευαγγελικών, ενώ προσαρμόζεται επίσης και σε χώρους που οργανώνονται από τους φιλελεύθερους Χριστιανούς.Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τον διάσημο γεωλόγο του Princeton και μέλος τηςNAS John Suppe,o οποίος επίσης “ανακάλυψε τη θρησκεία” μετά την απόκτηση φήμης στον χώρο της επιστήμης. Στην περίπτωση του έφθασε στην πίστη μέσα από την αναζήτηση του νοήματος της ζωής.
Το Έξυπνο Σχέδιο και η Κιβωτός του Νώε
“Ακόμα κι ένας σκύλος θα μπορούσε να διατυπώνει εικασίες για το πνεύμα του Νεύτωνα. Ας αφήσουμε τον καθένα να ελπίζει και να πιστεύει ό,τι θέλει” – Κάρολος Δαρβίνος
Εντελώς διαφορετική συζήτηση κυριαρχούσε το 1996 στο συνέδριο Mere Creation Conference on Science and God που χρηματοδοτήθηκε από το Campus Crusade for Christ, και διεξήχθη στο συντηρητικό Πανεπιστήμιο της Biola (πρώην Bible Institute of Los Angeles). Μια εντυπωσιακή σειρά από ομιλητές μίλησαν για την παρουσία στην επιστήμη ενδείξεων για την ύπαρξη του θεού. Αυτή η πτέρυγα κατέχεται, κατά το πλείστον, από πιστούς στη θεωρία της Γένεσης της “αρχαίας Γης”, θαυμάζουν την παραδοσιακή επιστήμη, με την εξέλιξη των κόσμων και τους ατέλειωτους αιώνες του χρόνου, και μπορούν να αποδεχθούν τα πάντα όσον αφορά στην εξέλιξη, εκτός από τα καυτά θέματα: τη μετατροπή των χημικών στοιχείων σε ζωή και του εγκεφάλου των ψαριών σε ανθρώπινη συνείδηση. Λαχταρούν για μια επιστήμη φιλική προς τον θεό, έναν επιστημονικό κλάδο που να επιτρέπει όρους όπως “έξυπνο σχέδιο” και “θεϊστική επιστήμη”.
Πίσω από αυτό το κίνημα βρίσκεται ο θεός των Διαμαρτυρομένων των αρχών του 20ού αιώνα, όπως αυτός ορίζεται από τον Leuba, που απαντά στις προσευχές και υπόσχεται μεταθανάτια ζωή. Πιο κάτω, στη θεολογική δεξιά, ξεπροβάλλουν οι αποκαλούμενοι επιστημονικοί οπαδοί της Γένεσης. Αυτοί προσπαθούν να αποκαταστήσουν το καλό όνομα, στα πλαίσια της επιστήμης, της “νεαρής Γης” της Βίβλου -που δημιουργήθηκε πριν από λίγες μόνο χιλιάδες χρόνια, όπως συνάγεται από τα γενεαλογικά δέντρα που αναγράφονται στη Γένεση. Το κεντρικό πρόγραμμα της ερευνητικής τους δραστηριότητας είναι η γεωλογία του κατακλυσμού, που προσπαθεί να ανακαλύψει ενδείξεις για τον παγκόσμιο κατακλυσμό του Νώε και χρησιμοποιεί αυτή την καταστροφή για να ερμηνεύσει τα μείζονα γεωλογικά χαρακτηριστικά της Γης.
Θα έλεγε κανείς ότι θα βρίσκονταν σε εχθρικό έδαφος στο συνέδριο του Berkeley για την πνευματική αναζήτηση, με τους νεφελώδεις προσωπικούς θεούς και τις ποιητικές ερμηνείες της Γένεσης. Μερικοί γεωλόγοι του κατακλυσμού, με ντοκτορά σε θέματα φυσικής, παρακολούθησαν το συνέδριο στη Biola, αλλά το στρατόπεδο της αρχαίας Γης επιδίωκα να μεταστρέψει αυτά τα άτομα προς τον αρχαίο χρόνο και να εξασφαλίσει τη συνεργασία τους για την πρόκληση φθοράς στη θεωρία της νεοδαρβινικής εξέλιξης, την οποία θεωρούν απόλυτα αθεϊστική.
Επίσκοποι και Οικολογία
Α Μολαταύτα, μερικοί επιστήμονες ανακαλύπτουν στην εξέλιξη μια λαϊκή θρησκεία. Μια τέτοια επιστήμονας είναι η κυτταρική βιολόγος Ursula Goodenough, παλαιά πρόεδρος του Institute for Religion in an Age of Science. Γι’ αυτήν η θρησκεία μπορεί να υπάρχει και χωρίς τον θεό είτε το υπερφυσικό, “θεωρώ τον εαυτό μου άθεο”, δήλωσε στο συνέδριο “Epic of Evolution” (Το έπος της Εξέλιξης), στο Field Museum στο Σικάγο, το 1997. Η θρησκεία της, επεξηγεί, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “θρησκευτική φυσιοκρατία” (κατ’ αντίθεση με τη φιλοσοφική φυσιοκρατία) και προβάλλει την ιστορία της εξέλιξης ως μια πλούσια πηγή γι’ αυτούς που αποζητούν τη παρουσία του θεού στη ζωή τους.
Η ανησυχία για το περιβάλλον πρόσφερε κοινό έδαφος για τους άπιστους, ουμανιστές επιστήμονες και φιλελεύθερους θρησκευόμενους. Ο Carl Sagan έσπασε τον πάγο μεταξύ των δυο αυτών στρατοπέδων με την ανοικτή επιστολή του το 1990, καλωσορίζοντας και προκαλώντας τη θρησκευτική κοινότητα να ενταχθεί στο κίνημα για τη σωτηρία του πλανήτη. Τον επόμενο χρόνο, ο Sagan στεκόταν δίπλα σ’ έναν ντυμένο με την επίσημη ενδυμασία του επίσκοπο στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννου στο Manhattan, καθώς προήδρευαν εναλλάξ στην κοινή έκκληση προς την επιστήμη και τη θρησκεία να προστρέξουν για τη σωτηρία του περιβάλλοντος. Το περασμένο φθινόπωρο, μια παρόμοια συμμαχία διαφαινόταν στις αίθουσες του Evolution Central, του Αμερικανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, στη Νέα Υόρκη. Ένας παλαιοντολόγος στο Μουσείο, ο διάσημος αντίπαλος της θεωρίας της Γένεσης, ο Niles Eldredge, λέει πως όλα αυτά βγήκαν σε καλό. Αλλά, βιάζεται να προσθέσει, το περιβάλλον μπορεί να αποτελεί το μόνο πράγμα που μπορεί να συζητηθεί από την επιστήμη και τη θρησκεία με πολιτισμένο τρόπο. “Πάντοτε υπάρχει μια οικολογική συνιστώσα στην έννοια του θεού”, είπε ο Eldredge στη New York Times.
Γι’ αυτούς που ανησυχούν για τις δημόσιες σχέσεις, η φιλική εστίαση στην οικολογία μπορεί εύκολα να επισκιάσει το οχληρό θέμα που αφορά στην ύπαρξη του θεού, μια καλοδεχούμενη συνέπεια για τους επιστήμονες που ενδιαφέρονται για τη δημόσια υποστήριξη του επιστημονικού τους κλάδου. Αυτή η συμφιλίωση όσον αφορά στο θέμα του περιβάλλοντος είναι αξιοσημείωτη αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, μεταξύ όλων των κατηγοριών των επιστημόνων που ρωτήθηκαν, οι βιολόγοι της NAS επιθυμούσαν να έχουν τις λιγότερες σχέσεις με το υπερφυσικό. “Ο σύγχρονος βιολόγος πραγματικά νομίζει ότι, εάν φτάσουμε στο επίπεδο του DNA, μπορούμε να καταλάβουμε τα πράγματα”, σχολίασε ο Lewis Wolpert στην απάντηση του στη δημοσκόπηση μας. “Εάν είσαι φυσικός, στον κόσμο της κβαντομηχανικής και του Big Bang, είναι τόσο παράξενο και γελοίο ότι η έννοια της κατανόησης σχεδόν εξαφανίζεται”. Έτσι, ο φυσικός μπορεί να διαβλέπει κενά για τον θεό. Επίσης, οι μαθηματικοί μπορεί να είναι Πλατωνικοί και να αντιλαμβάνονται τα θαυμάσια διαμορφωμένα μαθηματικά του ανθρώπινου μυαλού να χαρτογραφούν την τάξη του πνεύματος του θεού.
Ο Fred Hoyle, ο οποίος επινόησε τον όρο “Big Bang” (Μεγάλη Έκρηξη) σαν κοροϊδία, φέρεται να έχει πει (μιλώντας υπέρ ιδεών όπως η ανθρωπική αρχή) ότι αποτελεί έκπληξη να βλέπει κανείς το σύμπαν τόσο καλά συντονισμένο χωρίς να έχει υπάρξει θεός για να το συντονίσει. Βέβαια, αυτοί που πιστεύουν στον θεό μένουν ικανοποιημένοι με αυτό το σημείο: Πώς αλλιώς θα μπορούσε η Μεγάλη Έκρηξη να δημιουργήσει τις ακριβείς εκείνες συνθήκες που χρειάζονται για να δημιουργηθεί η ζωή που βασίζεται στον άνθρακα; Αλλά για έναν βιολόγο, υποστηρικτή της θεωρίας της εξέλιξης, όπως είναι ο John C.Avise, μέλος της NAS, “μόνο η φυσική επιλογή φθάνει πολύ κοντά στην παντοδυναμία, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση παρεμβαίνουν η πρόβλεψη, ο τελικός σκοπός και η ηθική. Η φυσική επιλογή είναι απλά μια, αδιάφορη όσον αφορά στην ηθική, δύναμη, τόσο αναπόφευκτη και απρόσωπη όσο και η βαρύτητα”. Ο Avise απλά δεν βλέπει να υπάρχει ένας κόσμος με τόσο μεγάλη τάξη ώστε αυτό να μην μπορεί να είναι τυχαίο, στην επιστήμη του. “Σύμφωνα με όλες τις επιστημονικές ενδείξεις, η άμεση βιολογική μας τύχη, όπως και των άλλων ειδών, επηρεάζεται θεμελιακά από γενετικούς θεούς και άλλες φυσικές δυνάμεις”, σημειώνει στο βιβλίο του The Genetic Gods (Οι θεοί της Γένεσης) το 1998, πριν να αναφερθεί στα λόγια του William Provine: “Η σύγχρονη μας κατανόηση της εξέλιξης συνεπάγεται, ότι το τελικό νόημα της ζωής δεν υφίσταται”.
Ο φιλόσοφος της επιστήμης Michael Ruse αφιερώθηκε στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο οι βιολόγοι κάνουν τη δουλειά τους και διαμορφώνουν τις θεωρίες τους. Και τάσσεται ολόψυχα υπέρ της φυσιοκρατίας. Είναι μόνο ύλη, σε όλη τη διαδρομή. Μολαταύτα, σαν ένα από τα πρώτα μέλη της μοντέρνας σχολής της ιστορίας της επιστήμης, δεν μπορεί παρά να διαβλέπει κοινωνικούς παράγοντες να επηρεάζουν τόσο την απιστία μεταξύ των βιολόγων όσο και την επιλογή των μελών της NAS. Οι μεγάλες διάνοιες τείνουν να καταλήγουν στην αθεΐα ή οι άθεοι ακαδημαϊκοί επιλέγουν μόνο τους άθεους; “Συμβαίνουν και τα δυο”, λέει ο Ruse. Τα μέλη με δεδηλωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις χωρίς αμφιβολία θα αισθάνονται ένταση, ιδιαίτερα εάν αυτές είναι από θεολογική άποψη συντηρητικές.
Ο Λουθηρανός θεολόγος Philip Hefner δεν είναι λάτρης των φονταμενταλιστών και βλέπει τον εαυτό του ως προαγωγό της επιστήμης. Το περιοδικό του Zygon είναι αφιερωμένο στη σύνδεση της επιστήμης και της πίστης, ενώ σύγχρονα αποφεύγει τις ακραίες θέσεις και των δυο στρατοπέδων. Ως μαθητής του θεολόγου Paul Tillich, ο Hefner έχει άνετη σχέση με τα σύμβολα και τους μύθους. Οι μύθοι μπορούν σε πολλές περιπτώσεις να υπερισχύουν, λέει, και η επιστήμη να κατηγορείται τόσο όσο και η θρησκεία. Δυστυχώς για την Αμερική, ο μεγαλύτερος μύθος που αφορά στην επιστήμη και τη θρησκεία είναι ένα νομικό μελόδραμα, η “δίκη του πιθήκου” του John Scopes, του 1925.
Αυτός ο μύθος γαντζώθηκε με πείσμα στην πνευματική ζωή της Αμερικής και διατηρείται εκεί συνεχώς από τότε, λέει ο Hefner. “Ο μύθος λέει”, συνεχίζει, “ότι οι επιστήμονες είναι θαρραλέα μοναχικά άτομα που είναι αποφασισμένα να πεθάνουν για την αλήθεια. Η οργανωμένη θρησκεία ipso facto αντιτίθεται στην ελευθερία του πνεύματος και την ελευθερία της αλήθειας. Η οργανωμένη θρησκεία αποτελεί τον εχθρό. Όταν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο, η οργανωμένη θρησκεία θα σκοτώσει τον θαρραλέο επιστήμονα”.
Ο Hefner αναστενάζει με αυτό το κατ’ εξοχήν δράμα της ηθικής. “Η ιστορία αποδεικνύει ότι αυτό δεν είναι αλήθεια”, λέει. “Αλλά αυτό ποτέ δεν θα μπορέσεις να το επιβάλεις”. Και έτσι η συζήτηση συνεχίζεται, κατά μέγα μέρος γιατί προωθείται από εκείνους που βρίσκονται στην πλευρά της θρησκείας -συντηρητικοί, μετριοπαθείς και φιλελεύθεροι- που επιδιώκουν την αυθεντία της επιστήμης για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους.
Σε παλιότερη εποχή, οι επιστήμονες ήταν εκείνοι που επιζητούσαν τη συναίνεση της εκκλησίας, αλλά σήμερα που η δύναμη και η δόξα βρίσκονται προς την πλευρά της επιστήμης, οι περισσότεροι σύγχρονοι επιστήμονες φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρονται για τη γνώμη της εκκλησίας αναφορικά με την επιστήμη τους. Κατά γενικό κανόνα, θεωρούν τη θρησκεία σαν κατάλοιπο του παρελθόντος, είτε σαν ιδιωτική υπόθεση πέρα από τη σφαίρα της επιστημονικής διαδικασίας. Μολαταύτα, χάρη πιθανώς στην επίδραση του Templeton και την ανάπτυξη της μεταμοντέρνας σχετικότητας, πολλοί και από τις δυο πλευρές φαίνονται σήμερα διατεθειμένοι να παραδεχθούν την παρουσία περιορισμών όσον αφορά στον τρόπο πρόσκτησης της γνώσης. Και, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, όπου η κυβέρνηση χρηματοδοτεί τη βασική έρευνα και ρυθμίζει τις εφαρμογές της, μερικοί έξυπνοι όσον αφορά στην πολιτική επιστήμονες αναγνωρίζουν την αξία της υποβάθμισης των αρνητικών επιπτώσεων του υπερφυσικού που αναβλύζει από τη μελέτη του φυσικού.
Οι Συγγραφείς
Οι EDWARD J. LARSON και LARRY WITHAM είχαν την ιδέα να επαναλάβουν τη δημοσκόπηση του James Η. Leuba ενόσω ο Witham ελάμβανε συνέντευξη από τον Larson με αντικείμενο τη θρησκευτική πίστη των Αμερικανών επιστημόνων. Ο Witham ανέλαβε τη χειρωνακτική εργασία της δημοσκόπησης και ο Larson την ανάλυση των αποτελεσμάτων. Ο Larson, Richard B. Russell καθηγητής ιστορίας και νομικής στο Πανεπιστήμιο της Georgia, τιμήθηκε, το 1998, με το βραβείο Pulitzer για την Ιστορία για το βιβλίο του Summer for the Gods. Είναι μέλος της εκκλησίας των United Methodists στις Athens, Ga.O Witham έχει γράψει αρκετά μυθιστορήματα και άλλα βιβλία και καλύπτει τα θρησκευτικά θέματα στη Washington Times. Αναθρεμμένος ως Λουθηρανός, ο Witham είναι ικανοποιημένος με τον θεό του Leuba.
Για Περαιτέρω Μελέτη
SCIENCE AND RELIGION: SOME HISTORICAL PERSPECTIVES. John
Hedley Brooke. Cambridge University Press, 1991.
THE SOUL OF THE AMERICAN UNIVERSITY: FROM PROTESTANT
ESTABLISHMENT TO ESTABLISHED NONBELIEF. George M. Marsden.
Oxford University Press, 1994.
SUMMER FOR THE GODS: THE SCOPES TRIAL AND AMERICA’S
CONTINUING DEBATE OVER SCIENCE AND RELIGION. Edward J. Larson.
BasicBooks, 1997
LEADING SCIENTISTS STILL REJECT GOD. E. J. Larson and L. Wirtham in
Nature, Vol. 394, page 313; July 23,1998.
WHEN ALL THE GODS TREMBLED: DARWINISM, SCOPES, AND
AMERICAN INTELLECTUALS . Paul K. Conkin. Rowman & Littlefield, 1998.
SKEPTICAL INQUIRER: SPECIAL ISSUE: SCIENCE & RELIGION, Vol. 23,
No. 4; July/August 1999.
από τους Edward J. Larson και Larry Witham
απόδοση: Ιωάννης Χατζημηνάς
Κανένα σχόλιο