Ο διάδρομος με τους καθρέφτεςΤην πρώτη στιγμή νομίζεις ότι πρόκειται για μια προσωρινή τύφλωση, για εκείνο το ξαφνικό σκοτείνιάσμα που πέφτει στα μισό ενός λαμπρού απογεύματος.
Πρέπει να είναι τύφλωση, σκέφτεσαι, μπορεί άραγε ο ήλιος που σε έλουζε να χάθηκε ακαριαία, αφήνοντας σε στο απόλυτο σκοτάδι;

Έπειτα τα νεύρα του κορμιού σου σου λένε ότι στέκεσαι, ενώ μόλις πριν από ένα δευτερόλεπτο καθόσουν αναπαυτικά, σχεδόν ξάπλωνες, σε μια καρέκλα από χοντρό ύφασμα. Στη βεράντα του σπιτιού ενός φίλου στο Μπέβερλι Χιλς. Μιλώντας με την Μπάρμπα­ρα, την αρραβωνιαστικιά σου. Κοιτώντας την Μπάρμπαρα – την Μπάρμπαρα με το μαγιό της – με το δέρμα της χρυσό και ηλιοκαμένο στην κατάλαμπρη λιακάδα, πανέμορφη.

Φορούσες μαγιό βερμούδα. Τώρα δεν το νιώθεις πια πάνω σου, η μικρή πίεση της ελαστικής ζώνης δεν υπάρχει πια εκεί στη μέση σου. Αγγίζεις τη λεκάνη σου. Είσαι γυμνός. Και στέκεσαι όρθιος.

Ό,τι και να ‘ναι αυτό που σου συνέβη, είναι κάτι παραπάνω από ξαφνικό σκοτάδι ή ξαφνική τύφλωση.

Υψώνεις τα χέρια ψαχουλεύοντας μπροστά σου. Αγγίζουν μια ίσια λεία επιφάνεια, έναν τοίχο. Τα απλώ­νεις και κάθε χέρι φτάνει σε μια γωνία. Στριφογυρνάς αργά. Δεύτερος τοίχος, τρίτος τοίχος, ύστερα μια πόρτα. Είσαι σε μια ντουλάπα περίπου ενός τετραγωνικού μέτρου.

Το χέρι σου βρίσκει το πόμολο της πόρτας. Στρίβει και σπρώχνεις την πόρτα ν’ ανοίξει.

Τώρα υπάρχει φως. Η πόρτα άνοιξε σε ένα φωτισμένο δωμάτιο… ένα δωμάτιο το οποίο δεν έχεις ξαναδεί ποτέ σου.

Δεν είναι μεγάλο, αλλά είναι ευχάριστα διακοσμημένο – παρόλο που το στιλ των επίπλων σου φαίνεται παράξενο. Από σεμνότητα, ανοίγεις την πόρτα επιφυλακτικά. Αλλά το δωμάτιο δεν έχει άλλους ανθρώπους.

Μπαίνεις στο δωμάτιο, γυρνάς για να δεις πίσω σου τη ντουλάπα, η οποία τώρα φωτίζεται από το φως του δωματίου. Η ντουλάπα είναι και δεν είναι ντουλάπα, έχει το κατάλληλο μέγεθος και σχήμα, αλλά δεν περιέχει τίποτα, ούτε ένα γάντζο, ούτε άξονα για να κρεμάς ρούχα, ούτε ράφι. Είναι ένας άδειος χώρος, με γυμνά τοιχώματα, ενός τετραγωνικού μέτρου.

Κλείνεις την πόρτα της κατ στέκεις, κοιτάζοντας ολόγυρα στο δωμάτιο. Έχει διαστάσεις περίπου τέσσερα μέτρα επί έξι. Υπάρχει μια πόρτα, μα είναι κλειστή. Κανένα παράθυρο. Πέντε έπιπλα. Τα τέσσερα τα αναγνωρίζεις – πάνω κάτω. Ένα μοιάζει με καλοσχεδιασμένο γραφείο. Ένα είναι προφανώς καρέκλα… που μοιάζει άνετη. Υπάρχει ένα τραπέζι, αν και το πάνω μέρος του έχει αρκετά επίπεδα αντί για ένα μόνο. Και ένα κρεβάτι, ή καναπές. Κάτι τρεμοφέγγει πάνω του, και πλησιάζεις και πιάνεις το πράγμα που τρεμοφέγγει και το εξετάζεις. Είναι ένα ρούχο. .

Είσαι γυμνός, κι έτσι το φοράς. Υπάρχουν παντόφλες χωμένες σχεδόν κάτω από το κρεβάτι (ή τον καναπέ) και τις βάζεις. Σου κάνουν, και τις νιώθεις πιο ζεστές και πιο άνετες από κάθε τι άλλο που έχεις βάλει στα πόδια σου. Σαν μαλλί προβάτου, αλλά πιο μαλακές.

Τώρα είσαι ντυμένος. Κοιτάς την πόρτα – τη μόνη πόρτα του δωματίου με εξαίρεση την πόρτα της ντουλάπας (της ντουλάπας;) από την οποία μπήκες. Πλησιάζεις την πόρτα, και πριν δοκιμάσεις το πόμολο βλέπεις ένα μικρό δακτυλογραφημένο σημείωμα κολλημένο λίγο πιο πάνω του, που λέει:

Αυτή η πόρτα έχει ωρολογιακό μηχανισμό ρυθμισμένο, για να ανοίξει σε μία ώρα. Για λόγους που σύντομα θα καταλάβεις, είναι καλύτερα να μη φύγεις πιο νωρίς απ’ αυτό το δωμάτιο. Υπάρχει ένα γράμμα για σένα στο γραφείο. Σε παρακαλώ διάβασε το.

Δεν έχει υπογραφή. Κοιτάζεις το γραφείο και βλέπεις ότι εκεί πάνω κείτεται ένας φάκελος.

Δεν πηγαίνεις αμέσως να πάρεις το φάκελο από το γραφείο και να διαβάσεις το γράμμα που πρέπει να κλείνει μέσα του.

Γιατί όχι; Επειδή είσαι φοβισμένος.

Βλέπεις άλλα πράγματα στο δωμάτιο. Απ’ όσο μπορείς ν’ ανακαλύψεις, ο φωτισμός δεν έχει πηγή. Έρχεται από το πουθενά. Δεν είναι έμμεσος φωτισμός, το ταβάνι και οι τοίχοι δεν τον καθρεφτίζουν.

Δεν είχαν τέτοιο φωτισμό, εκεί απ’ όπου ήρθες. Τι εννοείς εκεί απ’ όπου ήρθες;

Κλείνεις τα μάτια. Λες στον εαυτό σου: Είμαι ο Νόρμαν Χέιστιγκς. Είμαι επίκουρος καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας. Είμαι είκοσι πέντε χρονών, και το έτος είναι 1954.

Ανοίγεις τα μάτια σου και ξανακοιτάς.

Το 1954 δεν χρησιμοποιούσαν αυτό το στιλ επίπλωσης στο Λος Άντζελες (ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος που ξέρεις). Το πράγμα εκεί στη γωνία – δεν μπορείς ούτε καν να μαντέψεις τι είναι. Με τον ίδιο τρόπο ο παππούς σου, όταν ήταν στην ηλικία σου, θα κοίταζε μια συσκευή τηλεόρασης.

Κοιτάζεσαι, βλέπεις το φεγγοβόλο ρούχο που βρήκες να σε περιμένει. Δοκιμάζεις την υφή του με το δείκτη και τον αντίχειρα.

Δεν μοιάζει με τίποτα άλλο που έχεις αγγίξει ποτέ.

Είμαι ο Νόρμαν Χέιστιγκς. Είναι 1954.

Ξαφνικό πρέπει να μάθεις, το συντομότερο δυνατόν.

Πας στο γραφείο και παίρνεις το φάκελο που κείτεται πάνω του. Το όνομα σου είναι δακτυλογραφημένο στο εξωτερικό του. Νόρμαν Χέιστιγκς.

Τα χέρια σου τρέμουν λιγάκι καθώς τον ανοίγεις. Μπορείς να τα κατηγορήσεις;

Υπάρχουν αρκετές σελίδες, δακτυλογραφημένες. Αγαπητέ Νόρμαν, λέει στην αρχή. Γυρνάς βιαστικά στο τέλος για την υπογραφή. Είναι ανυπόγραφες.

Ξαναγυρνάς πίσω και αρχίζεις να διαβάζεις.

«Μη φοβάσαι. Δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθείς, μα είναι πολλά που πρέπει να εξηγηθούν. Πολλά που πρέπει να καταλάβεις πριν ανοίξει την πόρτα ο ωρολογιακός μηχανισμός. Πολλά που πρέπει να αποδεχθείς – και να υπακούσεις.

»Έχεις ήδη μαντέψει ότι βρίσκεσαι στο μέλλον – σ’ αυτό που, για σένα, είναι το μέλλον. Τα ρούχα και το δωμάτιο πρέπει να στο φανέρωσαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο το σχεδίασα, έτσι ώστε το σοκ να μην είναι πολύ ξαφνικό, έτσι ώστε να το συνειδητοποιήσεις σιγά σιγά μετά από αρκετά λεπτά αντί να το διαβάσεις εδώ πέρα – πιθανότατα μην πιστεύοντας σ’ αυτό που διαβάζεις.

»Η ‘ντουλάπα’ απ’ όπου μόλις βγήκες είναι, όπως έχεις συνειδητοποιήσει τώρα πια, μια χρονομηχανή. Απ’ αυτήν βγήκες στον κόσμο του 2004. Η ημερομηνία είναι 7 Απριλίου, πενήντα μόλις χρόνια από την τελευταία χρονολογία που θυμάσαι.

»Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω.

»Εγώ σου το έκανα και ίσως να με μισήσεις γι’ αυτό, δεν ξέρω. Από σένα εξαρτάται η απόφαση, αλλά δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία, και όχι μόνο για σένα, είναι κάτι άλλο για το οποίο πρέπει να αποφασίσεις. Είναι μια απόφαση που δεν μπορώ να πάρω εγώ.

»Ποιος σου τα γράφει αυτά; θα προτιμούσα να μη σου το πω ακόμα. Όταν θα έχεις το διαβάσεις αυτό, παρόλο που είναι ανυπόγραφο (ήξερα ότι πρώτα θα έψαχνες για υπογραφή), δεν θα χρειαστεί να σου πω ποιος είμαι. θα ξέρεις.

»Είμαι εβδομήντα πέντε χρονών. Τώρα, το 2004, έχουν περάσει τριάντα χρόνια που μελετώ το ‘χρόνο’. Ολοκλήρωσα την πρώτη χρονομηχανή που κατασκευάστηκε ποτέ – και ως τώρα η κατασκευή της, ακόμα και το γεγονός ότι κατασκευαζόταν, ήταν το μυστικό μου.

»Μόλις έλαβες μέρος στο πρώτο σημαντικό πείραμα. θα είναι δική σου ευθύνη να αποφασίσεις αν θα γίνουν άλλα πειράματα μ’ αυτήν, αν θα πρέπει να δοθεί στον κόσμο, ή αν θα πρέπει να καταστραφεί και να μη χρησιμοποιηθεί ποτέ ξανά».

Τέλος της πρώτης σελίδας. Σηκώνεις το βλέμμα για μια στιγμή, διστάζοντας να γυρίσεις την άλλη σελίδα. Ήδη υποψιάζεσαι τι έπεται.

Γυρνάς τη σελίδα.

«Κατασκεύασα την πρώτη χρονομηχανή πριν μια βδομάδα. Οι υπολογισμοί μου μου είπαν ότι θα δούλευε, όχι όμως πώς θα δούλευε. Περίμενα ότι θα έστελνε ένα αντικείμενο πίσω στο χρόνο -δουλεύει μόνο πίσω στο χρόνο, όχι μπροστά- αναλλοίωτο και άθικτο.

»Το πρώτο πείραμα μου έδειξε το σφάλμα μου. Τοποθέτησα έναν μεταλλικό κύβο στη μηχανή -ήταν μια μινιατούρα εκείνης απ’ την οποία μόλις βγήκες- και ρύθμισα τη μηχανή να πάει δέκα χρόνια πίσω. Γύρισα το διακόπτη και άνοιξα την πόρτα, περιμένοντας να βρω ότι ο κύβος είχε εξαφανιστεί. Αντίθετα, βρήκα ότι είχε γίνει σκόνη.

»Έβαλα άλλον κύβο και τον έστειλα δυο χρόνια πίσω. Ο δεύτερος κύβος επέστρεψε σχεδόν άθικτος, μόνο που ήταν πιο καινούργιος, πιο αστραφτερός.

»Αυτό μου έδωσε την απάντηση. Περίμενα ότι οι κύβοι θα πήγαιναν πίσω στο χρόνο, και αυτό έκαναν, αλλά όχι κατά την έννοια που προέβλεπα. Αυτοί οι μεταλλικοί κύβοι είχαν κατασκευαστεί τρία χρόνια πιο πριν. Είχα στείλει τον πρώτο σε μια χρονιά πολύ πριν υπάρξει με την κατασκευασμένη μορφή του. Πριν δέκα χρόνια ήταν μετάλλευμα; Η μηχανή τον επανέφερε σ’ αυτή την κατάσταση.

“Καταλαβαίνεις τι λάθος έκαναν οι προηγούμενες θεωρίες μας για τα ταξίδια στο χρόνο; Περιμέναμε ότι θα μπορούσαμε να μπούμε σε μια χρονομηχανή, Ας πούμε στο 2004, να τη ρυθμίσουμε για πενήντα χρόνια πίσω, και να βγούμε στο έτος 1954… αλλά δεν δουλεύει έτσι. Η μηχανή δεν κινείται στο χρόνο. Επηρεάζεται μόνο ό,τι βρίσκεται εντός της μηχανής» και ακόμα και τότε μόνο σε σχέση με τον εαυτό του και όχι ως προς το υπόλοιπο Σύμπαν.

»Αυτό το επιβεβαίωσα με ινδικά χοιρίδια, έστειλα ένα, ηλικίας έξι εβδομάδων, πέντε εβδομάδες πίσω και βγήκε μωρό.

»Δεν χρειάζεται να συνοψίσω εδώ πέρα όλα μου τα,, πειράματα, θα βρεις πλήρες αρχείο στο γραφείο και μπορείς να το μελετήσεις αργότερα.

“Καταλαβαίνεις τώρα τι σου συνέβη, Νόρμαν;».

Αρχίζεις να καταλαβαίνεις. Και αρχίζεις να ιδρώνεις.

Το εγώ που έγραψε αυτό το γράμμα που διαβάζεις . τώρα είναι εσύ, ο εαυτός σου στην ηλικία των εβδομήντα πέντε ετών, στο έτος 2004. Εσύ είσαι εκείνος ο εβδομηνταπεντάχρονος γέρος, με το σώμα σου να έχει · ξαναγυρίσει σε εκείνο που ήταν πριν πενήντα χρόνια, με όλες τις αναμνήσεις πενήντα χρονών της ζωής σου σβησμένες.

Εσύ εφηύρες τη χρονομηχανή.

Και πριν τη χρησιμοποιήσεις πάνω σου, έκανες αυτές τις προετοιμασίες για να σε βοηθήσουν να προσανατολιστείς. Έγραψες στον εαυτό σου το γράμμα που διαβάζεις τώρα.

Αλλά αν εκείνα τα πενήντα χρόνια έχουν -για σένα-χαθεί, τότε τι έχουν απογίνει οι φίλοι σου, εκείνοι που αγαπούσες; Οι γονείς σου; Τι έχει συμβεί στην κοπέλα που πρόκειται -που επρόκειτο – να παντρευτείς;

Συνεχίζεις να διαβάζεις:

«Ναι, θα θες να μάθεις τι έχει συμβεί. Η μαμά πέθανε το 1963, ο μπαμπάς το 1968. Παντρεύτηκες την Μπάρμπαρα το 1956. Λυπάμαι που σου πρέπει να σου πω ότι πέθανε μόνο τρία χρόνια αργότερα, σε αεροπορικό ατύχημα. Έχεις έναν γιο. Ζει ακόμα, το όνομα του είναι Γουόλτερ, τώρα είναι σαράντα έξι χρονών και δουλεύει σαν λογιστής στο Κάνσας Σίτι».

Τα μάτια σου γεμίζουν δάκρια και για μια στιγμή δεν μπορείς πια να διαβάσεις. Η Μπάρμπαρα είναι νεκρή – νεκρή εδώ και σαράντα πέντε χρόνια. Και λίγα μόλις λεπτά πιο πριν, σε υποκειμενικό χρόνο, καθόσουν δίπλα της, καθόσασταν στο λαμπρό ήλιο σε μια βεράντα στο Μπέβερλι Χιλς…

Αναγκάζεις τον εαυτό σου να συνεχίσει το διάβασμα.

«Μα ας επιστρέψουμε στην ανακάλυψη. Αρχίζεις να διακρίνεις μερικές από τις συνέπειες της. θα χρειαστείς να σκεφτείς καιρό για να τις δεις όλες.

»Δεν επιτρέπει το ταξίδι στο χρόνο όπως σκεφτόμασταν το ταξίδι στο χρόνο, αλλά μας προσφέρει κάτι σαν αθανασία. Αθανασία του είδους που μας πρόσφερα προσωρινά.

»Είναι καλή; Αξίζει να χάσει κανείς τη μνήμη πενήντα ετών ζωής για να επαναφέρει το σώμα του σε μια σχετική νεότητα; Ο μόνος τρόπος για να το βρω είναι να το δοκιμάσω, αμέσως μόλις το γράψω αυτό και ετοιμάσω τα υπόλοιπα.

»Εσύ θα ξέρεις την απάντηση.

»Αλλά πριν αποφασίσεις, θυμήσου ότι υπάρχει άλλο ένα πρόβλημα, σημαντικότερο από το ψυχολογικό. Εννοώ τον υπερπληθυσμό.

»Αν δώσουμε την ανακάλυψη μας στον κόσμο, αν όσοι είναι ηλικιωμένοι ή ετοιμοθάνατοι μπορούν να ξαναγίνουν νέοι, τότε ο πληθυσμός σχεδόν θα διπλασιάζεται με κάθε γενιά. Κι ο κόσμος -ακόμα και η δική μας σχετικά φωτισμένη χώρα- δεν θα θελήσει να δεχθεί σαν λύση τον υποχρεωτικό έλεγχο γεννήσεων;

»Αν το δώσουμε στον κόσμο όπως είναι σήμερα ο κόσμος, το έτος 2004, μέσα σε μια γενιά θα έχουμε λιμό, πόνο, πόλεμο. Ίσως την ολοσχερή κατάρρευση του πολιτισμού.

»Ναι, έχουμε φτάσει σε άλλους πλανήτες, αλλά δεν είναι κατάλληλοι για αποικισμό ίσως η απάντηση να βρίσκεται στα άστρα, αλλά θα αργήσουμε πολύ να τα φτάσουμε. Όταν το κάνουμε αυτό, κάποια μέρα, τα δισεκατομμύρια των κατοικήσιμων πλανητών που πρέπει να υπάρχουν εκεί έξω θα είναι η απάντηση… ο ζωτικός χώρος μας. Αλλά μέχρι τότε, ποια είναι η απάντηση;

»Να καταστρέψουμε τη μηχανή; Μα σκέψου τις άπειρες ζωές που μπορεί να σώσει, τον πόνο που μπορεί να απαλύνει. Σκέψου τι θα σήμαινε για κάποιον που πάσχει από καρκίνο.

Σκέψου…».

Σκέψου. Τελειώνεις το γράμμα και το αφήνεις κάτω.

Σκέφτεσαι τη Μπάρμπαρα νεκρή εδώ και σαράντα πέντε χρόνια. Και το γεγονός ότι ήσουν παντρεμένος μαζί της τρία χρόνια και ότι αυτά τα χρόνια για σένα έχουν χαθεί.

Πενήντα χαμένα χρόνια. Καταριέσαι τον γέρο των εβδομήντα πέντε χρονών που ήταν το μέλλον σου και που σου το έκανε αυτό… που σε έβαλε να πάρεις αυτή την απόφαση.

Νιώθοντας πίκρα, ξέρεις ποια πρέπει να είναι η απόφαση. Σκέφτεσαι ότι κι εκείνος το ήξερε, και συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να την αφήσει με ασφάλεια σε σένα. Πανάθεμά τον, έπρεπε να το ξέρει.

Τόσο πολύτιμη που δεν μπορείς να την καταστρέψεις, τόσο επικίνδυνη που δεν μπορείς να την αποκαλύψεις.

Η άλλη απάντηση είναι οδυνηρά προφανής.

Πρέπει να γίνεις ο φρουρός αυτής της ανακάλυψης και να την κρατήσεις μυστική μέχρι που να μπορέσεις να τη φανερώσεις με ασφάλεια, μέχρι να επεκταθεί η ανθρωπότητα στα άστρα και να έχει καινούργιους κόσμους να γεμίσει, ή ακόμα, έστω και δίχως αυτό, μέχρι να έχει φτάσει σε ένα σημείο του πολιτισμού της στο οποίο να μπορεί να αποφύγει τον υπερπληθυσμό περιορίζοντας τις γεννήσεις στον αριθμό των τυχαίων -ή εθελοντικών- θανάτων.

Αν δεν συμβεί τίποτα απ’ τα δύο μέσα στα επόμενα πενήντα χρόνια (άραγε είναι πιθανό να συμβούν τόσο σύντομα;), τότε εσύ, στα εβδομήντα πέντε σου, θα γραφείς άλλο ένα γράμμα σαν κι αυτό. θα ζεις άλλη μια εμπειρία όμοια μ’ αυτήν που περνάς τώρα. Και θα παίρνεις την ίδια απόφαση, φυσικά.

Γιατί όχι; θα είσαι πάλι το ίδιο άτομο.

Τη μια φορά μετά την άλλη, για να διατηρήσεις το μυστικό μέχρι που ο Άνθρωπος να είναι έτοιμος γι’ αυτό.

Πόσο συχνά θα ξανακάθεσαι σε ένα γραφείο σαν κι αυτό, κάνοντας τις σκέψεις που κάνεις τώρα, νιώθοντας την οδύνη που νιώθεις τώρα;

Ακούγεται ένα κλικ από την πόρτα και ξέρεις ότι ο ωρολογιακός μηχανισμός έχει ανοίξει, ότι τώρα είσαι ελεύθερος να ξεκινήσεις μια καινούργια ζωή στη θέση της παλιάς που ήδη έζησες και έχασες.

Αλλά δεν βιάζεσαι τώρα να βγεις αμέσως από αυτήν την πόρτα.

Κάθεσαι εκεί, ατενίζοντας μπροστά σου τυφλά, βλέποντας με το νου σου ένα πανόραμα αντικριστών καθρεφτών, σαν εκείνους στα παλιά μπαρμπέρικα, να καθρεφτίζουν το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, που μικραίνει και χάνεται πέρα στο βάθος.


«HALL OF MIRRORS»
Fredric William Brown, 1906 – 1972