Ο Βασιλιάς Πολύανδρος Παρτόμπον, άρχοντας της Κυβεριάδας, ήταν σπουδαίος πολεμιστής, και όντας μελετητής των μεθόδων της σύγχρονης στρατηγικής, πάνω απ’ όλες τις πολεμικές τέχνες εκτιμούσε την κυβερνητική. Το βασίλειο του έβριθε από σκεπτόμενες μηχανές, διότι ο Πολύανδρος τις έβαζε όπου μπορούσε, όχι μονάχα στα αστρονομικά παρατηρητήρια και στα σχολεία, αλλά επίσης διέταξε να τοποθετηθούν ηλεκτρικά μυαλά στις πέτρες των δρόμων, τα οποία με δυνατή φωνή προειδοποιούσαν τους περαστικούς να μην σκοντάψουν, και επίσης σε πασσάλους, σε τοίχους, σε δέντρα, έτσι ώστε όπου και να βρισκόταν κανείς, μπορούσε να ζητήσει οδηγίες αν χανόταν, τα κόλλησε στα σύννεφα, για να μπορούν να ανακοινώνουν τη βροχή εκ των προτέρων, τα πρόσθεσε στους λόφους και τις κοιλάδες -εν συντομία, ήταν αδύνατο να περπατήσεις στην Κυβεριάδα δίχως να πέσεις πάνω σε μια νοήμονα μηχανή. Ο πλανήτης ήταν όμορφος, εφόσον ο βασιλιάς όχι μόνο έδινε βραβεία για την κυβερνητική τελειοποίηση όσων ήδη υπήρχαν, αλλά και εισήγαγε διά νόμου ολοκαίνουργιες τάξεις πραγμάτων.

Έτσι για παράδειγμα στο βασίλειο του κατασκευάζονταν κυβερνοσκαθάρια και κυβερνομέλισσες που βούιζαν, και ακόμα και κυβερνοπεταλούδες -αυτές, όταν γίνονταν υπερβολικά πολυάριθμες, θα τις έπιαναν μηχανικές αράχνες. Στον πλανήτη, κυβερνοσυστάδες κυβερνολουλουδιών θρόιζαν στον άνεμο, κυβερνακορντεόν και κυβερνοβιόλες τραγουδούσαν -όμως διπλάσιες από αυτές τις συσκευές των πολιτών ήταν οι συσκευές των στρατιωτικών, διότι ο βασιλιάς ήταν εξαιρετικά πολεμοχαρής. Στα υπόγεια του παλατιού είχε ένα στρατηγικό υπολογιστή, μια μηχανή ασυνήθιστης ανδρείας. Είχε και άλλους μικρότερους επίσης, και τάγματα κυβερνάριων, πελώρια κυβερματικά και ένα ολόκληρο οπλοστάσιο από κάθε είδους όπλα, συμπεριλαμβανομένης της πυρίτιδας. Μόνο ένα πρόβλημα υπήρχε, και τον ενοχλούσε, το ότι δηλαδή δεν υπήρχε ούτε εχθρός ούτε αντίπαλος και κανένας με οποιοδήποτε τρόπο δεν επιθυμούσε να εισβάλει στη χώρα του, και έτσι να του προσφέρει την ευκαιρία να επιδείξει το βασιλικό και τρομακτικό θάρρος του, τη μεγαλοφυΐα του στην τακτική, για να μην αναφέρουμε την ομολογουμένως εκπληκτική αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού οπλοστασίου του. Εν τη απουσία αυθεντικών εχθρών και εισβολέων, ο βασιλιάς είχε βάλει τους μηχανικούς του να κατασκευάσουν τεχνητούς, και μαχόταν εναντίον αυτών, και πάντα κέρδιζε. Πάντως, δεδομένου ότι οι μάχες και οι εκστρατείες ήταν αυθεντικά φοβερές, δεν ήταν λίγα αυτά που υπέφερε ο πληθυσμός. Οι υπήκοοι του μουρμούριζαν όταν οι άφθονοι κυβερνονεχθροί κατέστρεφαν τους οικισμούς και τις πόλεις τους, όταν οι συνθετικοί επιτιθέμενοι έριχναν υγρή φωτιά πάνω τους, τόλμησαν μάλιστα να διατυπώσουν τη δυσαρέσκεια τους όταν ο ίδιος ο βασιλιάς, καθώς εφορμούσε ως λυτρωτής και εξολόθρευε τον τεχνητό εχθρό, ισοπέδωνε κατά τη διάρκεια της νικηφόρου επίθεσης του ό,τι στεκόταν στο διάβα του. Βαρυγκωμούσαν και τότε ακόμα, οι αχάριστοι, μολονότι αυτό γινόταν για λογαριασμό τους.

Μέχρι που ο βασιλιάς μπούχτισε από τα πολεμικά παιχνίδια τον πλανήτη και αποφάσισε να ασχοληθεί με κάτι ανώτερο. Τώρα ονειρευόταν κοσμικούς πολέμους και εκστρατείες. Ο πλανήτης του είχε ένα μεγάλο φεγγάρι, έρημο και ακατοίκητο, έτσι ο βασιλιάς επέβαλε βαριούς φόρους στους υπηκόους του, για να αποκτήσει τους πόρους που χρειαζόταν για να κατασκευάσει ολόκληρους στρατούς σε κείνο το φεγγάρι και να αποκτήσει ένα νέο πεδίο μάχης. Και οι υπήκοοι του ήταν ευχαριστημένοι και με το παραπάνω που πλήρωναν, καθώς σκέφτονταν ότι ο βασιλιάς Πολύανδρος δεν θα τους έσωζε τώρα με τα κυβερματικά του, ούτε θα δοκίμαζε τη δύναμη των όπλων τού στα σπίτια τους και τα κεφάλια τους. Και έτσι οι βασιλικοί μηχανικοί κατασκεύασαν στο φεγγάρι έναν έξοχο υπολογιστή, ο οποίος με τη σειρά του θα δημιουργούσε λογής λογής στρατεύματα και αυτοπυροδοτούμενα πυροβόλα. Ο βασιλιάς δεν άργησε να δοκιμάσει την αριστοτεχνία της μηχανής με τον ένα ή τον άλλο τρόπο• και κάποια στιγμή τη διέταξε -τηλεγραφικά- να κάνει ένα βολτάλμα, ένα ηλεκτροσάλτο, διότι ήθελε να δει αν ήταν αλήθεια αυτό που του είχαν πει οι μηχανικοί του, ότι αυτή η μηχανή μπορούσε να κάνει τα πάντα. Αν μπορεί να κάνει τα πάντα, σκέφτηκε, τότε ας κάνει μια τούμπα. Όμως το κείμενο του τηλεγραφήματος παραμορφώθηκε ελαφρώς και η μηχανή έλαβε την εντολή να κάνει όχι ένα ηλεκτροσάλτο, αλλά έναν ηλεκτρόσαυρο, και αυτό έκανε, όσο καλύτερα μπορούσε.

Στο μεταξύ ο βασιλιάς διεξήγαγε άλλη μια εκστρατεία, απελευθερώνοντας μερικές επαρχίες του βασιλείου του που είχαν καταληφθεί από κάποιους κυβερνιππότες, ξέχασε όμως τελείως τη διαταγή που είχε δώσει στον υπολογιστή στο φεγγάρι, και μετά ξαφνικά από κει πάνω έπεσαν πελώρια αγκωνάρια. Ο βασιλιάς σάστισε, επειδή ένα απ’ αυτά έπεσε πάνω σε μια πτέρυγα του παλατιού και κατάστρεψε την πολύτιμη συλλογή του από κυβεριάδες, οι οποίες είναι δρυάδες με ανατροφοδότηση. Αφρίζοντας, τηλεγράφησε αμέσως στον υπολογιστή στο φεγγάρι, απαιτώντας εξηγήσεις. Αυτός όμως δεν απάντησε, επειδή δεν υπήρχε πια: ο ηλεκτρόσαυρος τον είχε καταπιεί, και τον είχε κάνει τμήμα της ουράς του.

Αμέσως ο βασιλιάς έστειλε μια οπλισμένη στρατιωτική αποστολή στο φεγγάρι, βάζοντας επικεφαλής άλλον έναν υπολογιστή, επίσης γενναίο, για να σφάξει το δράκοντα, αλλά το μόνο που συνέβη ήταν μερικές αστραπές, μερικά μουγκρητά, και έπειτα δεν υπήρχε ούτε υπολογιστής ούτε αποστολή, διότι ο ηλεκτροδράκοντας δεν ήταν παιχνίδι, και δεν έπαιζε, αλλά πολεμούσε με υπέρμετρη αληθοφάνεια, και επίσης είχε τις χειρότερες προθέσεις σχετικά με το βασίλειο και το βασιλιά. Ο βασιλιάς έστειλε στο φεγγάρι τους κυβερναύτες του, τους κυβερναγούς του, τους κυβερνάρχες του και τους υποκυβερνηγούς του, στο τέλος έστειλε ακόμα και έναν κυβέρναρχο, αλλά και αυτός επίσης δεν κατόρθωσε τίποτα. Ο σαματάς κράτησε λίγο παραπάνω, αυτό ήταν όλο. Ο βασιλιάς τα έβλεπε από ένα τηλεσκόπιο τοποθετημένο στο μπαλκόνι του παλατιού.

Ο δράκοντας μεγάλωσε, το φεγγάρι μίκρυνε, και ξαναμίκρυνε, εφόσον το τέρας το καταβρόχθιζε κομμάτι κομμάτι και το ενσωμάτωνε στο κορμί του. Ο βασιλιάς τότε είδε, το ίδιο και οι υπήκοοι του, ότι η κατάσταση ήταν σοβαρή, επειδή, όταν θα χανόταν το έδαφος κάτω από τον ηλεκτρόσαυρο, τότε σίγουρα θα ορμούσε στον πλανήτη και κατά πάνω τους. Ο βασιλιάς σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε, αλλά δεν βρήκε λύση, και δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν θα γινόταν τίποτα αν έστελνε μηχανές, επειδή και αυτές θα χάνονταν, και αν πήγαινε ο ίδιος πάλι δεν θα γινόταν τίποτα, επειδή φοβόταν. Ξαφνικά ο βασιλιάς άκουσε, στη σιγαλιά της νύχτας, τον τηλέγραφο να τερετίζει στη βασιλική κρεβατοκάμαρα. Ήταν ο προσωπικός δέκτης του βασιλιά, από ατόφιο χρυσάφι με διαμαντένια βελόνα, που ήταν συνδεδεμένος με το φεγγάρι. Ο βασιλιάς πήδηξε πάνω και άρχισε να τρέχει, και στο μεταξύ το όργανο έκανε ταπ-ταπ, ταπ-ταπ, και τύπωσε αυτό το τηλεγράφημα: Ο ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ ΛΕΕΙ ΟΤΙ Ο ΠΟΛΥΑΝΔΡΟΣ ΠΑΡΤΟΜΠΟΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΠΑΝΗΣΕΙ ΕΠΕΙΔΗ Ο ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ ΣΚΟΠΕΥΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕ1 ΤΟ ΘΡΟΝΟ!

Ο βασιλιάς φοβήθηκε, ρίγησε πατόκορφα, και έτρεξε, όπως ήταν, με τη νυχτικιά από ερμίνα και τις παντόφλες στα υπόγεια του παλατιού, όπου στεκόταν η μηχανή στρατηγικής, γέρικη και πολύ σοφή. Δεν την είχε συμβουλευτεί ακόμα, εφόσον πριν από τον ξεσηκωμό και την ανταρσία του ηλεκτροδράκοντα είχαν διαφωνήσει για το ζήτημα μιας συγκεκριμένης στρατιωτικής επιχείρησης, όμως δεν ήταν τώρα η ώρα για να σκέφτεται κάτι τέτοιο -διακυβεύονταν ο θρόνος του, η ζωή του!
Την έβαλε στην πρίζα, και μόλις αυτή ζεστάθηκε, φώναξε:
“Παλιέ μου υπολογιστή! Καλέ μου υπολογιστή! Αυτό και εκείνο συμβαίνει, ο δράκοντας επιθυμεί να μου στερήσει το θρόνο μου, να με εξορίσει, βοήθησε, μίλησε, πώς μπορώ να τον νικήσω;”.
“Α-χα”, έκανε ο υπολογιστής. “Πρώτα πρέπει να παραδεχτείς ότι είχα δίκιο στο προηγούμενο μπέρδεμα, και δεύτερον, θα μου απευθύνεσαι μόνο με το όνομα ψηφιακό μεγάλο βεζίρη, αν και μπορείς επίσης να με λες: Ή Αυτού Σιδηρομαγνητικότητα'”.
“Ωραία, ωραία, θα σε ονομάσω μεγάλο βεζίρη, συμφωνώ σ’ ό,τι θέλεις, μόνο σώσε με!”.
Η μηχανή γουργούρισε, μουρμούρισε, τερέτισε, ξερόβηξε, και μετά είπε:
“Είναι απλό ζήτημα. Κατασκευάζουμε έναν ηλεκτρόσαυρο πιο δυνατό από αυτόν που βρίσκεται στο φεγγάρι. Θα νικήσει το σεληνιακό ηλεκτρόσαυρο, θα τσακίσει τα κυκλώματα του άπαξ διά παντός, και έτσι θα επιτύχει το στόχο!”
“Τέλεια!”, αποκρίθηκε ο βασιλιάς. “Και μπορείς να κάνεις το σχέδιο αυτού του δράκοντα;”.
“Θα είναι ένας σούπερ-δράκοντας”, είπε ο υπολογιστής. “Και μπορώ να σου κάνω όχι μόνο το σχέδιο, αλλά και τον ίδιο, κάτι που θα κάνω τώρα, ούτε ένα λεπτό δεν θα πάρει, βασιλέα!”. Και όπως ακριβώς το είπε, ξεφυσηξε, αγκομάχησε, σφύριξε, βούιξε, συναρμολογώντας κάτι εντός του, και ήδη ένα αντικείμενο σαν πελώριο νύχι, με σπινθήρες και βολταϊκά τόξα, έβγαινε από το πλευρό του, όταν ο βασιλιάς φώναξε:
“Παλιέ υπολογιστή! Σταμάτα!”.
“Ετσι μου απευθύνεσαι; Είμαι ο ψηφιακός μεγάλος βεζίρης!”.
“Α, φυσικά”, είπε ο βασιλιάς. “Σιδηρομαγνητικότατε, ο
ηλεκτροδράκοντας που κατασκευάζεις θα νικήσει τον άλλο δράκοντα, δεκτό αυτό, αλλά σίγουρα θα μείνει στη θέση του άλλου, πώς λοιπόν θα τον ξεφορτωθούμε μετά;”.
“Φτιάχνοντας άλλον ένα, πιο ισχυρό”, εξήγησε ο υπολογιστής.
‘Όχι, όχι! Σ’ αυτή την περίπτωση μην κάνεις τίποτα, σε ικετεύω, τι να έχουμε όλο και πιο τρομερούς δράκοντες στο φεγγάρι τη στιγμή που δεν θέλω να υπάρχει εκεί κανένας;”.
“Α, αυτό είναι άλλο ζήτημα”, απάντησε ο υπολογιστής. “Γιατί δεν το είπες από την αρχή; Βλέπεις πόσο παράλογα εκφράζεσαι; Μια στιγμή… πρέπει να σκεφτώ”.
Και έκρωξε και τερέτισε, και γέλασε και κάγχασε, και τελικά είπε: “Φτιάχνουμε ένα αντιφεγγάρι με έναν αντιδράκοντα, το τοποθετούμε στην τροχιά του φεγγαριού (στο σημείο αυτό κάτι έκανε χραπ μέσα του), καθόμαστε γύρω από τη φωτιά και τραγουδάμε: Α, είμαι ρομπότ και χαρωπό, δεν με τρομάζει το νερό, με χαμόγελο βουτώ, τρα λα όσο φέγγει η μέρα!”.
“Μιλάς παράξενα”, είπε ο βασιλιάς. “Τι σχέση έχει το αντιφεγγάρι με το τραγούδι για το αστείο ρομπότ;”.
“Ποιο αστείο ρομπότ;”, ρώτησε ο υπολογιστής. “Α, όχι, όχι, έκανα ένα λάθος, νιώθω κάποιο πρόβλημα μέσα μου, πρέπει να κάηκε καμιά λυχνία”.
Ο βασιλιάς άρχισε να ψάχνει για τη ζημιά, τελικά βρήκε την κα¬μένη λυχνία, έβαλε μια καινούργια, και μετά ρώτησε τον υπολογιστή για το αντιφεγγάρι.
“Ποιο” αντιφεγγάρι;”, ρώτησε ο υπολογιστής, που στο μεταξύ είχε ξεχάσει τι έλεγε προηγουμένως. “Δεν ξέρω τίποτα για αντιφεγγάρια… μια στιγμή, πρέπει να το σκεφτώ αυτό”.
Τερέτισε, ξερόβηξε, και είπε:
“Δημιουργούμε μια γενική θεωρία για το σφάξιμο των ηλεκτροδράκων, της οποίας ο σεληνιακός δράκος θα είναι ειδική περίπτωση, με πανεύκολη λύση”.
“Ε, λοιπόν, δημιούργησε μια τέτοια θεωρία!”, είπε ο βασιλιάς.
“Για να το κάνω αυτό πρέπει πρώτα να δημιουργήσω διάφορους πειραματικούς δράκους”.
“Και βέβαια όχι! Όχι ευχαριστώ!” αναφώνησε ο Βασιλιάς. “Ενας δράκος θέλει
να μου στερήσει το θρόνο, σκέψου τι μπορεί να συμβεί αν φτιάξεις ένα ολόκληρο σμήνος!”
“Α; Ε, τότε σ’ αυτή την περίπτωση
πρέπει να καταφύγουμε σε άλλα μέσα. Θα χρησιμοποιήσουμε μια στρατηγική παραλλαγή της μεθόδου των διαδοχικών προσεγγίσεων. Πήγαινε και τηλεγράφησε στο δράκοντα ότι θα του δώσεις το θρόνο υπό τον όρο ότι θα κάνει τρεις μαθηματικές πράξεις, αρκετά απλές στην πραγματικότητα… .
Ο βασιλιάς πήγε και τηλεγράφησε, και ο δράκοντας συμφώνησε. Ο βασιλιάς επέστρεψε στον υπολογιστή.
“Τώρα”, είπε αυτός, “να η πρώτη πράξη: πες του να διαιρέσει τον εαυτό του με τον εαυτό του”.
Ο βασιλιάς το έκανε αυτό. Ο ηλεκτρόσαυρος διαίρεσε τον εαυτό του με τον εαυτό του, αλλά εφόσον ένας ηλεκτρόσαυρος διά έναν ηλεκτρόσαυρο είναι ένα, παρέμεινε στο φεγγάρι και τίποτα δεν άλλαξε.
“Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα καλύτερο;” φώναξε ο βασιλιάς, τρέχοντας στο υπόγειο με τέτοια φούρια που του έπεσαν οι παντόφλες. “Ο δράκοντας διαιρέθηκε διά του εαυτού του, αλλά εφόσον το ένα πάει στο ένα μια φορά, τίποτα δεν άλλαξε!”. “Δεν πειράζει, το έκανα σκοπίμως, η πράξη ήταν για να αποσπάσω την προσοχή του”, είπε ο υπολογιστής. “Και τώρα πες του να βγάλει τη ρίζα του!” Ο βασιλιάς το τηλεγράφησε αυτό στο φεγγάρι, και ο δράκοντας άρχισε να τραβά, να σπρώχνει, να τραβά, να σπρώχνει, ώσπου σπινθήρισε από την ένταση, λαχάνιασε, τρεμουλιασε ολόκληρος, αλλά ξαφνικά κάτι υποχώρησε -και έβγαλε την ίδια του τη ρίζα!
Ο βασιλιάς ξαναπήγε στον υπολογιστή του.
“Ο δράκοντας σπινθήρισε, τρεμουλιασε, έτριξε τα δόντια, αλλά έβγαλε τη ρίζα και με απειλεί ακόμα!”, φώναξε από την πόρτα. “Και τώρα τι, παλιέ μου… εννοώ Σιδηρομαγνητικότατε;”.
“Κάνε κουράγιο”, είπε αυτός. “Τώρα πήγαινε και πες του να αφαιρέσει τον εαυτό του από τον εαυτό του!”.
Ο βασιλιάς έτρεξε στη βασιλική κρεβατοκάμαρα, έστειλε το τηλεγράφημα, και ο δράκοντας άρχισε να αφαιρεί τον εαυτό του από τον εαυτό του, αφαιρώντας πρώτα την ουρά του, έπειτα τα πόδια του, και μετά τον κορμό του,. και τελικά, όταν είδε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, δίστασε, αλλά από την αδράνεια η αφαίρεση συνεχίστηκε, έβγαλε το κεφάλι του και έγινε μηδέν, μ’ άλλα λόγια τίποτα: ο ηλεκτρόσαυρος δεν υπήρχε πια!
“Ο ηλεκτρόσαυρος δεν υπάρχει πια”, φώναξε ο πασίχαρης βασιλιάς, ορμώντας στο υπόγειο. “Σ’ ευχαριστώ, παλιέ μου υπολογιστή… χίλια ευχαριστώ… δούλεψες σκληρά… κέρδισες την ξεκούραση σου, έτσι τώρα θα σε αποσυνδέσω”.
‘Όχι τόσο γρήγορα, αγαπητέ μου”, αποκρίθηκε ο υπολογιστής. “Κάνω τη δουλειά και θέλεις να με αποσυνδέσεις, και δεν με αποκαλείς πια Σιδηρομαγνητικότατε;! Αυτό δεν είναι ωραίο, δεν είναι καθόλου ωραίο! Τώρα εγώ προσωπικά θα αλλάξω σε ηλεκτρόσαύρο, ναι, και θα σε διώξω από το βασίλειο, και σχεδόν σίγουρα θα κυβερνήσω καλύτερα από σένα, γιατί πάντα με συμβουλευόσουν σε όλα τα σημαντικά ζητήματα, επομένως από την αρχή εγώ κυβερνούσα και όχι εσύ…”.
Και μουγκρίζοντας και ξεφυσώντας άρχισε να μετατρέπεται σε ηλεκτρόσαύρο. Από τα πλευρά του είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν φλεγόμενα ηλεκτρονύχτα όταν ο βασιλιάς, ξέπνοος από το φόβο, έβγαλε τις παντόφλες του, όρμηξε πάνω του, και άρχισε να χτυπά τις λυχνίες στα κουτουρού! Ο υπολογιστής ξεφύσηξε, πνίγηκε, και μπέρδεψε το πρόγραμμα του -αντί για τη λέξη “ηλεκτρόσαυρος” διάβασε “ηλεκτρόσαλτσα”, και μπροστά στα μάτια του βασιλιά ο υπολογιστής, γουργουρίζοντας όλο και πιο απαλά, μεταβλήθηκε σε μια πελώρια, αστραφτερή και χρυσαφένια μάζα ηλεκτρόσαλτσας, η οποία, τσιτσιρίζοντας συνεχώς, εξέπεμψε όλη τη φόρτιση της με βαθυγάλανους σπινθήρες, αφήνοντας τον Πολύανδρο να ατενίζει αποσβολωμένος μόνο μια μεγάλη, αχνιστή λιμνούλα σάλτσας…
Μ’ έναν αναστεναγμό ο βασιλιάς φόρεσε τις παντόφλες του και επέστρεψε στη βασιλική κρεβατοκάμαρα. Πάντως από κει και πέρα ήταν εντελώς διαφορετικός βασιλιάς: όσα είχε περάσει τον είχαν κάνει λιγότερο πολεμοχαρή, και την υπόλοιπη ζωή του ασχολούνταν αποκλειστικά με την πολιτική κυβερνετική και άφηνε στην ησυχία της τη στρατιωτική.


Η Ιστορια Του Ηλεκτρονικου Υπολογιστη που Πολεμησε Εναν Δρακο
Stanislav Lem, 1960
Μεταφραση: Χριστοδουλος Λιθαρης
Εικονογραφηση: Γιωργος Τραγακης
Layout: Γιωργος Γιαννατης

Sianislav Lem (Στανισλαβ Λεμ)
Ο πατέρας του κλασικού -αν όχι θρυλικού- Solaris γεννήθηκε το 1921 στη Πολωνία. Μετά τον πόλεμο σπούδασε Ιατρική και εργάστηκε ως συνεργάτης επιστήμονας στο Konserwatorium Naukornawcze στην Έδρα Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας. Μελέτησε Μαθηματικά και Κυβερνητική. Τα πρώτα έργα του είναι ποιητικές συλλογές. Το πρώτο του μυθιστόρημα εκδίδεται το 1951 και είναι το “Οι Αστροναύτες”. Ο Λεμ έλαβε αρκετά βραβεία περιλαμβανόμενου και του Polish State Literary Award το 1973. Μετά το “Polish October” του 1956 έγραψε 17 βιβλία που ανήκουνε στην “χρυσή” του εποχή: 5 νουβέλες εφ., 10 βιβλία με μικρές ιστορίες εφ. {που περιλαμβάνουν και τα Pirx the Pilot, τις ρομποτικές του ιστορίες και τον κύκλο της Κυβεριάδας των Trurl-Klapaucius.}, 1 θεατρικό και 3 τηλεοπτικά.
To Solaris μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1971 από τον Αντρέι Ταρκόφσκι, και ήταν μία από τις σημαντικότερες στιγμές του Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.
Ο Λεμ γράφει λογοτεχνία έξυπνα, με ειρωνεία και χιούμορ. Οι υπερβολικές γλωσσολογικές εφευρέσεις του Lem πολλές φορές χάνονται στις μεταφράσεις, (ευτυχώς, κάποιους τίτλους στην ελληνική τους μετάφρασε με ιδιαίτερη φροντίδα η Ροζίτα Σώκου). Ωστόσο και στις “κακές” μεταφράσεις ο Lem παραμένει ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς Επιστημονικής Φαντασίας, γενικότερα Λογοτεχνίας, του 20ού αιώνα.

Μυθιστορήματα του στα ελληνικά:
Solaris, 1961

Από τις εκδόσεις Κάκτος και τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Ροζίτας Σώκου The Cyberiad (κυκλοφόρησε και με τον τίτλο Cyberiada), 1965
Κυβεριάδα, Εκδόσεις: Κάκτος, Μετάφραση: Ροζίτα Σώκου, 1979
Memoirs Found in a Bathtub, 1971
Χειρόγραφα που Βρέθηκαν σε μια Μπανιέρα, από τις εκδόσεις Καστανιώτης και Γραφή, σε Μετάφραση Μάρκου Λιάμου
The Investigation, 1959
Η Αναζήτηση, από τις εκδόσεις Καστανιώτης και Γραφή, σε μετάφραση Γρηγόρη Παπαδογιάννη
The Futurological Congress, 1971 Συνέδριο για το Μέλλον, Εκδόσεις: Κάκτος, Μετάφραση: Βασίλης Λ. Καζαντζής

Κατεβάστε το κείμενο σε pdf