Γεννήθηκε την άνοιξη. Πριν από χιλιάδες χρόνια. Μεταξύ 7 και 3 π.Χ. Η γέννησή του άλλαξε την ανθρωπότητα. Το όνομά του, Ιησούς Χριστός. Όσοι λοιπόν γιορτάζουμε τη γέννησή του, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η 25η Δεκεμβρίου του έτους 0 μ.Χ. ως γενέθλια ημερομηνία δεν φαίνεται να είναι η σωστή.
Πολλοί είναι οι επιστήμονες που έχουν αναφερθεί στην πραγματική ημερομηνία γέννησης του Χριστού. Όλες τις αναφορές και το πολύ ενδιαφέρον υλικό συγκέντρωσε στο βιβλίο του «Το άστρο των Χριστουγέννων» ο διευθυντής του Ευγενίδειου Πλανητάριου, Διονύσης Σιμόπουλος. Τα διαφωτιστικά αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από αυτό το βιβλίο, που αποτελεί έκδοση του Ευγενίδειου Ιδρύματος.
Παρ’ όλο λοιπόν που γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, δεν πρέπει να είναι αυτή η ημερομηνία που γεννήθηκε ο Χριστός. Υπάρχουν μάλιστα αρκετές ενδείξεις που μας πείθουν ότι ο προσδιορισμός αυτής της ημέρας δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την αντίληψη των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας για την πραγματική ημέρα ή εποχή της γέννησης του Χριστού.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η 25η Δεκεμβρίου ήταν ημέρα εορτασμού πολλών εθνικών ή ειδωλολατρικών θρησκειών, αφού είχε σπουδαία αστρονομική σημασία. Οι πρώτοι χριστιανοί ήταν εκτός νόμου στη Ρώμη και δεν τους επιτρέπονταν να συναντιούνται ή να εκκλησιάζονται μαζί, οι συναντήσεις γίνονταν κρυφά και σε μικρές ομάδες σε κατακόμβες, όπου και τελούσαν τις θρησκευτικές εορτές τους. Για να αποφύγουν τους διωγμούς αποφάσισαν να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, όταν οι Ρωμαίοι ήταν απασχολημένοι με τις δικές τους γιορτές, τα Σατουρνάλια. Μ’ αυτόν τον τρόπο ήλπιζαν να μην ανακαλυφθούν από τους εορτάζοντες Ρωμαίους.
Οι διάφορες πρωτοχριστιανικές Εκκλησίες γιόρταζαν πάντως τα Χριστούγεννα σε διαφορετικές ημερομηνίες, μερικές μάλιστα δεν τα γιόρταζαν καθόλου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, το 2ο μ.Χ. αιώνα είναι ο πρώτος που αναφέρει την εορτή των Χριστουγέννων. Στη μνεία που κάνει μας πληροφορεί ότι μερικοί γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στις 20 Μαΐου, άλλοι στις 19 ή 20 Απριλίου. Ο ίδιος ο Κλήμης τα γιόρταζε στις 17 Νοεμβρίου. Εκτός από αυτές τις ημερομηνίες, άλλες μαρτυρίες μας πληροφορούν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων τελούνταν επίσης και στις 25 Μαρτίου και στις 29 Σεπτεμβρίου. Με ποια στοιχεία όμως βάσιζαν τον εορτασμό στις ημερομηνίες αυτές είναι σήμερα πια άγνωστο.
Οι περισσότερες πρωτοχριστιανικές Εκκλησίες συνεόρταζαν τα Χριστούγεννα, «υπό την καθολικωτέραν επίκλησιν Επιφάνεια», στις 6 Ιανουαρίου, μαζί με την επίσης μεγάλη γιορτή του Βαπτίσματος. Κατά την άποψη των Πατέρων της Εκκλησίας, ο εορτασμός στην ημερομηνία αυτή στηριζόταν στην περικοπή του Ευαγγελιστή Λουκά, που αναφέρει ότι κατά τη Βάπτιση «αυτός ην ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος», από την οποία συνάγεται ότι ο Ιησούς βαπτίστηκε τη μέρα των γενεθλίων του.
Η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων καθορίστηκε αργότερα, όταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος (350-386) έγραψε στον Πάπα της Ρώμης Ιούλιο (337-352), παρακαλώντας τον να ψάξει στα σωζόμενα στη Ρώμη ιουδαϊκά αρχεία με την ελπίδα να βρει και να καθορίσει ακριβώς την ημερομηνία της γέννησης. Κατά την παράδοση αυτή του 8ου αιώνα ο Πάπας Ιούλιος «συναγάγων πάντα τα συγγράμματα και αχθέντα εις Ρώμην εύρε σύγγραμμα τι Ιωσήπου του Χρονογράφου, συγγραφέν παρ’ αυτού… ότι η 9η Σεπτ, Δεκεμβρίου 25, εγένετο η γέννησις του Χριστού… και ούτως κατέθετο ο Ιούλιος ο Ρώμης πατριάρχης».
Άλλη εκδοχή για τον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκε ο χρόνος της ιερατείας του Ζαχαρία, που ήταν πατέρας του Ιωάννη του Βαπτιστή. Κατά την εκδοχή αυτή, η ιερατεία του Ζαχαρία συνέπεσε το μήνα Σεπτέμβριο, οπότε και η «σύλληψις του Προδρόμου τη 25η Σεπτεμβρίου, ην πανηγυρίζει η Εκκλησία ως απαρχήν των εφεξής τελεσθέντων μεγάλων μυστηρίων της απολυτρώσεως ημών», η δε γέννησή του στις 25 Ιουνίου, αμέσως δηλαδή μετά την καλοκαιρινή τροπή του Ηλίου, οπότε οι ημέρες αρχίζουν να μικραίνουν. Με βάση λοιπόν τη γέννηση του Ιωάννη και με το λεγόμενο από τον Ιωάννη για τον Ιησού Χριστό «εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (κεφ. Γ’, 30) καθορίστηκε η γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, επειδή μετά τη χειμερινή τροπή του Ηλίου οι ημέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν.
Σήμερα λοιπόν θεωρείται ότι ο κύριος λόγος που υποχρέωσε την Εκκλησία να προσδιορίσει τον εορτασμό των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είναι η προσπάθεια των Πατέρων, όπως αναφέρει ο Πάπας Γρηγόριος ο Α’, «να μετατραπούν βαθμιαίως αι εορταί των εθνικών εις Χριστιανικάς». Η 25η Δεκεμβρίου ήταν για τους Ρωμαίους η κεντρική εορτή της γέννησης του «αήττητου ηλίου», η γνωστή ως Dies Natalis Invicti. Παράλληλα οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν τα Κρόνια (αφιερωμένα στον Κρόνο) και τα Διονύσια, καθώς επίσης και τα Θεοφάνια ή Επιφάνια του ηλιακού θεού Φοίβου-Απόλλωνα.
Αν λοιπόν η 25η Δεκεμβρίου είναι μια συμβατική ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων και όχι η πραγματική, το ερώτημα παραμένει: Ποια εποχή γεννήθηκε ο Χριστός; Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (κεφ. Β’) μας δίνει την απάντηση: «Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς τής νυκτός επί την ποίμνην αυτών».
Μετεωρολόγοι έχουν κάνει σήμερα λεπτομερείς μελέτες και αναφέρουν ότι η Βηθλεέμ το Δεκέμβριο είναι βυθισμένη στην παγωνιά και τη βροχή. Δεν θα ήταν λοιπόν λογικό να παραμένουν με τέτοιες συνθήκες βοσκοί και πρόβατα στην ύπαιθρο.
Σε μία μόνο εποχή του έτους οι βοσκοί «φυλάσσουν φυλακάς τής νυκτός επί την ποίμνην αυτών», την άνοιξη, όταν τα νεογέννητα αρνάκια χρειάζονται τη βοήθειά τους. Οπότε η γέννηση του Χριστού έγινε μάλλον την άνοιξη.
Όσον αφορά τη χρονολογία γέννησης του Ιησού, και εκεί φαίνεται ότι και αυτή δεν την υπολογίζουμε σωστά. Οι ιστορικοί, ψάχνοντας τα γεγονότα εκείνης της εποχής, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η γέννησή Του εντοπίζεται μεταξύ των ετών 7 και 3 π.Χ. Και εδώ βέβαια δημιουργείται το ερώτημα γιατί το χρονολόγιό μας δεν αρχίζει ακριβώς με τη γέννηση του Χριστού.
Το σημερινό χρονολόγιο εθεωρείτο ότι άρχιζε με τη γέννηση του Χριστού, από τότε που ο ελληνικής καταγωγής Σκύθης μοναχός Διονύσιος ο Μικρός έγραψε το 533 μ.Χ. μια πραγματεία με τίτλο «Cyclus Decem Novennalis», στην οποία υπολόγισε τις ημερομηνίες εορτασμού του Πάσχα σε πίνακα για τα επόμενα 95 έτη (532-626). Αυτό το μικρό σύγγραμα τον απαθανάτισε, γιατί σημείωνε για πρώτη φορά τα έτη του πίνακα, με βάση τη χρονολόγηση από τη γέννηση του Ιησού, αντί της χρονολόγησης που επικρατούσε στη Δύση (από κτίσεως Ρώμης ή από τον Δοκλητιανό) και στην Ανατολή (από κτίσεως κόσμου ή από τον Αβραάμ ή από την Πρώτη Ολυμπιάδα).
Ο Διονύσιος, βασιζόμενος στην πληροφορία του Κλήμεντα του Αλεξανδρέα (150-220 μ.Χ.), ότι ο Χριστός γεννήθηκε το 28ο έτος της αυτοκρατορίας του Καίσαρα Αυγούστου και χωρίς καμιά άλλη απόδειξη, υπολόγισε ως έτος γέννησης του Χριστού το 754 από κτίσεως Ρώμης. Βλέποντας όμως ότι από τότε είχαν περάσει ακριβώς 532 χρόνια, δηλαδή ένας πλήρης Βικτοριανός Κύκλος, το θεώρησε τόσο σημαντικό, ώστε προσδιόρισε το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης ως «Primo Anno Domini», δηλαδή «Πρώτο έτος του Κυρίου» ή 1 μ.Χ.
Κανονικά όμως το έτος αυτό θα έπρεπε να ονομαστεί έτος μηδέν, γιατί, όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, έχουμε το έτος 1 π.Χ. και το έτος 1 μ.Χ. αλλά όχι το έτος μηδέν. Δεν είναι όμως δυνατόν να κατηγορήσουμε τον Διονύσιο για την παράλειψη αυτή, αφού την εποχή που έζησε, η έννοια του μηδενός δεν είχε ακόμα εισαχθεί στην Ευρώπη.
Η έννοια αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από Ινδούς μαθηματικούς και εισήχθη στην Ευρώπη από Άραβες, με τους αραβικούς αριθμούς, τον 12ο μ.Χ. αιώνα. Εκτός αυτού ο Διονύσιος, μη διαθέτοντας τα στοιχεία που βρέθηκαν αργότερα, έσφαλε κατά 3 έως 6 χρόνια. Μιας και λοιπόν το ημερολόγιό μας παρέμεινε χρονολογούμενο όπως το είχε καθορίσει ο Διονύσιος, το σφάλμα του αυτό διαιωνίζεται πια για πάντα στην Ιστορία.
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Κανένα σχόλιο