Ο C+ ήξερε ότι ζούσε στην εποχή της «μερικής προσοχής»… Τον όρο δεν τον είχε ακόμη ακούσει, αλλά ένιωθε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το σύστημα της μνήμης του. Κάθε χρόνο το ένιωθε και περισσότερο. «Τελευταία ξεχνάω!» εξομολογήθηκε σε φίλο του γιατρό. «Σου λείπει βιταμίνη Ε» του απάντησε εκείνος.
Πήγε την επομένη και προμηθεύτηκε ένα δυνατό συμπλήρωμα διατροφής, πλούσιο στην απαραίτητη βιταμίνη. Έπειτα από ένα μήνα επαναλάμβανε τη φράση σε κάποιο φίλο του. «Τον τελευταίο καιρό κάτι δεν πάει καλά με τη μνήμη μου…». «Φταίει ο καφές που πίνεις!», ήταν σίγουρος ο συνομιλητής του. «Οι καφετιέρες του εσπρέσο εμπλουτίζουν τον καφέ σου με υπολείμματα αλουμινίου!» του εξήγησε. Αυτό ήταν. Τέλος και ο αγαπημένος του καφές.
Τώρα έπινε μόνο γαλλικό, φτιαγμένο σε μια 100% πλαστική καφετιέρα. Ωστόσο το πρόβλημα συνεχιζόταν. Και δεν ήταν μόνο αυτό…
Εργαζόταν όλο και περισσότερες ώρες, με όλο και μικρότερο αποτέλεσμα. Ο χρόνος που περνούσε στο γραφείο ήταν πολύς, αλλά η παραγωγικότητα δεν του αντιστοιχούσε. «Πρέπει να έχω αρχίσει να γερνάω» μονολογούσε. Όμως γέρος και κουρασμένος πριν από τα 35; Ήταν μάλλον υπερβολή! Και κάθε φορά που η σκέψη ξαναγυρνούσε, κάθε φορά εκείνος σκεφτόταν πως είναι η «τεμπέλα πλευρά» του εαυτού του που βγαίνει στην επιφάνεια… Εκείνος έπρεπε να της επιβληθεί! Υπήρχαν όμως τόσα πολλά που περίμεναν να τα οργανώσει: τα σχέδια του, οι επαφές με τους πελάτες, ο συντονισμός των συνεργατών, οι λογαριασμοί που έμοιαζαν να τρέχουν χωρίς σταματημό… Και μετά έρχονταν τα Σαββατοκύριακα.
Θυμόταν ότι η Παρασκευή ήταν στα σχολικά του χρόνια η «μεγάλη ημέρα», εκείνη που περνούσε πιο ανέμελα από όλες. Έρχονταν δύο ολόκληρες μέρες για να κάνει ό,τι ήθελε. Ό,τι ήθελε! Τι ωραίο που ήταν!
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Τα πρωινά του Σαββάτου συνήθιζε να τα περνά καθισμένος στο σκαλοπάτι του πρώτου ορόφου ενός ειδικού βιβλιοπωλείου. Εκεί μελετούσε βιβλία που δεν μπορούσε να αγοράσει. Προσπαθούσε να κερδίσει από αυτά, να τα σπρώξει βαθιά στη μνήμη του και να πάρει δωρεάν ό,τι αργότερα θα κατάφερνε να αποκτήσει. Και το μυαλό του μπορούσε να χωρέσει πολλά από αυτά. θυμόταν ονόματα, ημερομηνίες, τύπους, καταστάσεις, θεωρίες…
Έβγαινε από το βιβλιοπωλείο αγοράζοντας ένα περιοδικό ή κάποιο φθηνό βιβλίο και χωνόταν στο λεωφορείο. Διάβαζε μέχρι να φτάσει στο στέκι της παρέας. Νωρίς το απόγευμα ξεκινούσαν τις περιπέτειες. Πήγαιναν πάνω κάτω την οδό Πατησίων, γιατί σε αυτήν τη λεωφόρο έβρισκαν πολλούς κινηματογράφους. Δεν αγόραζαν εφημερίδα. Δεν αποφάσιζαν σε ποιο έργο θα πάνε παρά μόνο από τις φωτογραφίες και τους τίτλους. Έτσι, πολλές φορές η παρέα έκανε χιλιόμετρα πριν μπει σε κάποια σκοτεινή αίθουσα.
Ωραία μέρα το Σάββατο και αξέχαστα τα χρόνια εκείνα…
Σήμερα η παρέα είχε σχεδόν χαθεί. Δουλειές, οικογένεια, παιδιά, βαριεστιμάρα, παρεξηγήσεις…Όσο πιο πολύ μπαίνεις στα δύσκολα, τόσο πιο ευέξαπτος γίνεσαι..Όσο πιο πολλά έχεις στο μυαλό σου, οι παρεξηγήσεις γίνονται μεγαλύτερες και οι φίλοι απομακρύνονται. Στην καλύτερη περίπτωση μένουν αριθμοί σε μια ατζέντα και διευθύνσεις σε κάποιον e-mailer.
Κάποτε τα τηλεφωνά τους τα θυμόταν απέξω. Και όχι μόνο των κολλητών, αλλά και ίων άλλων, των πιο μακρινών, θυμόταν τότε. Τώρα οργανώνεται με database, organizer, contact list…Όμως μπερδεύει ακόμη και το τηλέφωνο του σπιτιού του.
«Χρειάζεσαι ένα καλό palmtop» του υπέδειξε κάποιος από τους φί-flous που είχε αποκτήσει τελευταία.Ήταν ένας ακόμη workoholic και εκείνος.. Μοιράζονταν ίδια πάθη και ήταν λογικό να συμπαθήσουν αμέσως ο ένας τον άλλο.
«Εντάξει! Καλό το laptop σου, αλλά δεν μπορείς να το παίρνεις πανιού μαζί σου.,.Ένα palmtop είναι η λύση που ζητάς!».
«Μα εγώ δεν έχω καταφέρει να βρω χρόνο να “σετάρω” σωστά ούτε το laptop μου. Πού να αγοράσω και palmtop!» αντέτεινε ο C+.
ΠΡΟΟΔΟΣ…
Δεν ήταν όμως μόνο το laptop και το σύστημα του που περίμεναν τη σειρά τους στο πρόγραμμα του C+. Τα άλλα αγαπημένα του αντικείμενα, τα βιβλία, «ένιωθαν» και εκείνα παραμελημένα. Τα έβλεπε να σχηματίζουν ολοένα και πιο μακριές στήλες στη βιβλιοθήκη του. Είχε πλέον τη δυνατότητα να τα αγοράζει. Είχε χάσει όμως το χρόνο για να τα διαβάζει. συνέχιζε να πηγαίνει τα πρωινά του Σαββάτου στο ειδικό βιβλιοπωλείο. Δεν καθόταν πια στο πρώτο σκαλοπάτι. Το νέο μάρκετινγκ της επιχείρησης είχε τοποθετήσει τραπεζάκια, αλλά και ένα συμπαθητικό μπαρ με καφέ και χυμούς. Πρόοδος! Ανεση!
Μάζευε μια στοίβα με υποψήφια βιβλία και παράγγελνε καφέ. Τελικά διάβαζε μόνο τους τίτλους και έπιανε κουβέντα με τον μπάρμαν ή τον υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων του καταστήματος. Έπειτα από κάποια ώρα το κινητό του χτυπούσε και κάποια «υποχρέωση» γεννιόταν. Είτε δουλειά, είτε παρέα, είτε σχέση, είτε… Προχωρούσε στο ταμείο και χρέωνε την κάρτα του με μερικά ακόμη βιβλία.Έτσι, όσο τα Σαββατοκύριακα περνούσαν, τόσο η στοίβα με τα αδιάβαστα βιβλία μεγάλωνε. Το ίδιο και ο λογαριασμός στην πιστωτική του. Ταυτόχρονα μεγάλωνε και το άγχος. Ένιωθε πως αυτή η στοίβα συμβόλιζε όσα δεν ήξερε και έπρεπε να μάθει. Και δεν ήταν η στοίβα με τα βιβλία η μόνη αγχώδης εικόνα.Ήταν και η στήλη με τα e-mail στο Inbox του e-mailer.
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑΤΑ;
Ο C+ ήταν αρκετά χρόνια δικτυακός πολίτης. Τον πρώτο καιρό οι μέ-ρες περνούσαν χωρίς e-mail, παρά μόνο με surfing. Ελάχιστοι χρησιμοποιούσαν το δίκτυο τότε. Ποιος να του γράψει;
Με τα χρόνια, όλο και περισσότεροι γνωστοί ανακάλυπταν το net και έμπαιναν στη λίστα επαφών του. Εκείνη όμως μεγάλωνε και από άλλους: νέοι φίλοι, νέα πρόσωπα, επώνυμα, ανώνυμα, γνωστά και άγνωστα. Μέχρι και «φανταστικές προσωπικότητες». Είχε γνωρίσει κόσμο από τα news group κοινών ενδιαφερόντων, από το ICQ, από το IRC από το Yahoo Chat, από e-mail list… To πρωί που έφτανε στο γραφείο και συνδεόταν το progress bar του e-mailer έκανε πολύ ώρα να γεμίσει. 25 e-mail, 50 e-mail, 100 e-mail… Κάθε τόσο και περισσότερα. Σχετικά και άσχετα από γνωστούς και αγνώστους.
Ζητούσαν βοήθεια, προ έτρεπαν σε δράση για περίεργα θέματα, προσπαθούσαν να σώσουν κάποιο παιδί στην Ασία, μετέφεραν ειδήσεις, μετέδιδαν γνώσεις, έκαναν χιούμορ…
Είχε συνδυάσει την ανάγνωση τους με τα διαλείμματα από τη δουλειά. Τελείωνε κάποιο θέμα και μετά άνοιγε μερικά από αυτά και τα διάβαζε.Όμως, εκτός από διαφημιστικά και κάποια ακόμη «σκουπίδια», εκτός από κάποια επαγγελματικά e-mail, υπήρχαν και εκείνα που είχαν πραγματικό ενδιαφέρον. Το κακό με αυτά ήταν πως είχαν και συνδέσει με ιστοτόπους. Και εκεί υπήρχε περισσότερη πληροφορία, περισσότερη γνώση… Μόλις διάβαζες όλο το κείμενο, ερχόταν στο τέλος η φράση «σχετικά άρθρα» ή «περισσότερες πληροφορίες» ή κάτι παρόμοιο.Έτσι το διάλειμμα μεγάλωνε επικίνδυνα και η ημέρα μίκραινε. Αν ήθελε να προσηλωθεί στη δουλειά του, έπρεπε να ξεχάσει τα «σύντομα» διαλείμματα, που πλέον είχαν γίνει τεράστια. Τα e-mail μπορούσαν να περιμένουν. Η στήλη τους μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε… Στο τέλος δεν προλάβαινε να διαβάζει ούτε καν τους τίτλους. Περίεργα συναισθήματα άγχους, μελαγχολίας και ενοχής τον κυρίευαν. Άγχος για το χρόνο που περνά γρήγορα, μελαγχολία για το χρόνο που περνά γρήγορα, ενοχή για το χρόνο που περνά γρήγορα…
Και εκείνος απλώς τον άφηνε να περνά. Καμία ελπίδα για να τον τιθασεύσει. «Πόσα δεν ξέρω;», «πόσα θα ήθελα να ξέρω;», «πόσα θα έπρεπε να ξέρω… για τη δουλειά μου, για τον κόσμο που αλλάζει, για τη ζωή μου, για…, για…».
ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΑΦΗ
Εκείνη ήταν μια ακόμη Παρασκευή. Η κούραση της εβδομάδας τον έκανε κατ ανάγκη πιο χαλαρό, αλλά η σκέψη αυτού του Σαββατοκύριακου ήταν λίγο καλύτερη από αυτή των άλλων. Τη Δευτέρα ήταν αργία, θα μπορούσε να έχει μια ακόμη μέρα. θα μπορούσε να ξεκουραστεί, να διαβάσει κάποιο βιβλίο, κάποια e-mail, να συναντηθεί με κάποιους φίλους που το ανέβαλε πάντα, να πάει με την κοπέλα του σε εκείνη την εκδρομή… θα μπορούσε ακόμη να δει το DVD που ήθελε, να πάει στον κινηματογράφο έπειτα από καιρό, να οδηγήσει μέχρι το νέο αεροδρόμιο, να επισκεφθεί τα bookmark που περίμεναν…
«Ένα λεπτό! Ποιος θα τα κάνει όλα αυτά; Πότε; Πώς θα χωρέσουν;», ξαναγύρισε το άγχος. «Τρεις μέρες ελεύθερες!» μονολόγησε, «θα τα καταφέρεις!». «Ουπς! Ολα αυτά;» είπε σχεδόν δυνατά. Ωραία, τώρα μονολογούσε κιόλας…
Το κινητό του τον ξύπνησε από την περίεργη στιγμή.
«Έλα φίλε! θα πάμε εκδρομή στη Χαλκίδα, θα έλθεις; Ο καιρός είναι καλός και λέμε να κάνουμε το πρώτο μπάνιο… «Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Εκδρομή σήμαινε αντίο τρεις μέρες για να μειώσει τα ύψη από τις στήλες που περίμεναν.
«θα σε πάρω εγώ αργότερα» απάντησε και πήρε πίστωση χρόνου για να το σκεφτεί.
Έκλεισε το γραφείο, μπήκε στο αυτοκίνητο και παρατήρησε ότι χρειάζεται καθάρισμα. Μέσα στις τρεις μέρες θα το έκανε και αυτό. θα άφηνε το αυτοκίνητο αύριο στο βενζινάδικο, την ώρα που θα επιδιόρθωνε το πρόβλημα στο video και μετά θα πήγαινε να το πάρει πριν από τη συνάντηση με τους φίλους, εκτός αν πήγαινε στη Χαλκίδα…
«θεέ μου, τι άγχος! Τριήμερο έρχεται και εγώ χρειάζομαι time management ακόμη και για αυτό» σκέφτηκε. Μια ελπίδα ξαφνικά τον φώτισε. Μπορούσε να κάνει αυτές τις δουλειές το απόγευμα και έτσι να ξεκινούσε την επομένη για τα άλλα. θα θυσίαζε το μεσημεριανό φαγητό, θα περνούσε από κάποιο fast food και θα παράγγελνε από το αυτοκίνητο, θα το άφηνε στο βενζινάδικο μετά και θα πήγαινε για το video. To βράδυ θα διάβαζε τα e-mail που περίμεναν και από αύριο έβλεπε…
ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Άνοιξε το laptop του αργά το βράδυ. Είχε καταφέρει να κάνει μόλις τις μισές δουλειές. Τέτοια ώρα ήταν μάλλον αργά για να ξεκινήσει την ανάγνωση. Αυτό που θα έκανε ήταν να χαλαρώσει λίγο με εκείνο το παιχνίδι στρατηγικής, που είχε αγοράσει πριν από δύο εβδομάδες. Ξεκίνησε να παίζει και όταν χτύπησε το τηλέφωνο σχεδόν τρόμαξε από τον ήχο. Είχε απορροφηθεί εντελώς. Το έπιασε βιαστικά και εκείνο έπεσε κάτω. Το σήκωσε τελικά και άκουσε την κοπέλα του να τον «μαλώνει»;
«Γιατί έχεις κλειστό το κινητό;», «πού είσαι;», «γιατί με ξέχασες;». Δικαιολογίες, εξηγήσεις, αναλύσεις και μετά σιωπή, θα ξεκαθάριζαν την επομένη.
Όμως το κινητό ήταν κλειστό; Σηκώθηκε να το βρει. Μάλιστα, είχε μείνει από μπαταρία. Ξεκίνησε να ψάχνει το φορτιστή, όταν θυμήθηκε ότι τον είχε αφήσει στο γραφείο.
«Καλύτερα!» μονολόγησε πάλι. «Αύριο θα πεταχτώ να τον πάρω».
Πήρε το laptop στο κρεβάτι του και συνέχισε το παιχνίδι. Η κούραση έκλεινε τα μάτια του. «Λίγο ακόμη να αντέξω… As φτάσω μέχρι την επόμενη πίστα…». Κάπου εκεί κοιμήθηκε με το laptop να βρίσκεται δίπλα του αναμμένο.
ΓΑΛΑΖΙΟ ΠΡΩΙΝΟ
Το επόμενο πρωί ξύπνησε αργά και κουρασμένος. Η ηχητική λούπα από το παιχνίδι, που όλη τη νύχτα άκουγε, έπαιζε ακόμη και όταν έκλεισε τον υπολογιστή/Εφτιαξε εσπρέσο και αρνήθηκε να υποταχθεί στη λογική των υπολειμμάτων αλουμινίου, θα περνούσε εκείνο το τριήμερο χωρίς περιορισμούς. θα το χαιρόταν χωρίς άγχος.Ίσως χωρίς γνώση, χωρίς «περισσότερα άρθρα», «σχετικούς ιστοτόπους» κ.κλπ., κ.κλπ…
Πήρε το αυτοκίνητο και κατέβηκε μέχρι τη θάλασσα. Στο δρόμο θυμήθηκε ότι δεν είχε το κινητό.Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν φορτισμένο, σκέφτηκε και πλέον ήταν αργά για να αγόραζε έναν ακόμη φορτιστή αυτοκινήτου. Καμία σκέψη να περνούσε από το γραφείο. «Όσοι με θέλουν, μπορούν να περιμένουν!» αποφάσισε.
Μπροστά στη θάλασσα είναι πάντα όμορφα. Ειδικά τον Ιούνιο στην Ελλάδα, όταν σκέφτεσαι ότι πλησιάζει ο μήνας των διακοπών και ότι θα περάσεις κάποιες μέρες γεμάτες από κολύμπι, ξεγνοιασιά και χαλάρωση. Η σκέψη των διακοπών και το όνειρο κάποιου όμορφου νησιού τον γέμισαν αισιοδοξία. Γύρισε σπίτι και άνοιξε τον υπολογιστή. Την εκδρομή στη Χαλκίδα την είχε μάλλον χάσει. Το διάβασμα θα το ξεκινούσε από αύριο. Τουλάχιστον ας κατέβαζε τη λίστα με τα e-mail. Ξαφνικά ένιωσε πως το εικονίδιο από το παιχνίδι πάνω στο desktop του χαμογελούσε. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά και έκανε ένα όμορφο και γρήγορο διπλό κλικ. «Τρέμετε εχθροί! Ο C+ έρχεται!» μονολόγησε και χάθηκε στο παιχνίδι στρατηγικής.
Οι ώρες περνούσαν και το στομάχι διαμαρτυρήθηκε. Κοίταξε το ρολόι του. «Οκτώ και μισή!». Η ώρα είχε περάσει και ήταν απίστευτο πόσο γρήγορα. Και σε τέτοια ησυχία. Σηκώθηκε να ετοιμάσει κάτι και πήρε το τηλέφωνο μαζί του. Τίποτα! Νεκρό! Το χθεσινοβραδινό κτύπημα το είχε αποτελειώσει. Το αρχικό άγχος πως είναι εκτός επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο έδωσε γρήγορα τη θέση του σε ένα αίσθημα ευφο-pias. «Δεν έχει τηλέφωνο, δεν έχει ενοχλήσει!» σκέφτηκε. «Το πολύ πολύ να στείλω κάποιο e-mail και να εξηγήσω σε όλους ότι είμαι χωρίς κινητό και σταθερό.
Όμως ένα λεπτό! Γιατί να τα κάνω όλα αυτά; Πάλι απολογίες; Πάλι άγχος;Όταν περνούσα τα νεανικά μου Σάββατα στο ειδικό βιβλιοπωλείο δεν είχα κινητό. Κανείς δεν με έψαχνε και κανείς δεν ανησυχούσε όταν δεν με έβρισκε, θα κάνω το ίδιο. θα περάσω αυτό το Σαββατακύριακο παίζοντας. θα αδιαφορήσω για όλους και για όλα. Για τη γνώση,για τη δουλειά, για τα βιβλία, για τα e-mail, για όλα. Πέστε πως πήγα
διακοπές. Πέστε πως ταξιδεύω…» σκέφτηκε.
Όταν στη δεκαετία του ’80 η νεανική τρελοπαρέα έφευγε για τα νησιά, δεν υπήρχαν οι σημερινές επικοινωνίες. Το πολύ πολύ να υπήρχαν δύο τηλέφωνα σε νησιά όπως η Αντίπαρος ή η Φολέγανδρος. Έπρεπε να περιμένεις εκεί με τι ώρες σε μια ουρά για να μιλήσεις με το σπίτι σου.Έτσι καλούσες μία φορά στις τέσσερις μέρες. Κάποτε ακόμη πιο αραιά. Κανείς δεν ανησυχούσε. Ούτε οι γονείς, ούτε οι φίλοι. Σε άφηναν να ευχαριστηθείς τις διακοπές σου και το πολύ πολύ να σε «κατσάδιαζαν» όταν γύριζες. Το πιο ωραίο ήταν όμως ότι, γνωρίΖΟ-ντα5 την κατάσταση των επικοινωνιών, δεν ανησυχούσαν καν.
Τώρα ταξιδεύεις στο εξωτερικό, έχεις μαζί το κινητό, και αν σκεφτείς να το κλείσεις, ή απλώς αν χάσεις το σήμα κάποια στιγμή και τύχει να σε καλέσουν, κάποιος θα ανησυχήσει για σένα.Έτσι δεν το κλείνεις ποτέ. Απαντάς ακόμη και στα μαύρα μεσάνυχτα από την αλλαγή ώρας. Αποτέλεσμα; Δεν χαίρεσαι πια το ταξίδι σου. Δεν μπορείς να του δώσεις το νόημα της απόδρασης. Δεν μπορείς πια να χαθείς. Μένεις on-line με το πίσω! Μένεις σε επαφή με το σπίτι, την έδρα και ό,τι αυτό -θετικό ή αρνητικό μπορεί να σημαίνει.
ON/OFF
«Θέλω να μείνω off-line» είπε ο C+. «Δεν θα φορτίσω το κινητό! Δεν θα ειδοποιήσω κανέναν! Δεν θα μπω στο Internet! Δεν ξέρω αν θα περάσω το υπόλοιπο τριήμερο παίζοντας, διαβάζοντας ή απλώς χαζεύοντας. θα κάνω όμως ό,τι θελήσω εκείνη τη στιγμή και το κυριότερο θα το κάνω off-line!’0xι από το δίκτυο μόνο. Αλλά από οτιδήποτε μου αποσπά την προσοχή, θα μείνω εδώ ή θα βγω έξω χωρίς πρόγραμμα, χωρίς εξαρτήσεις, θα αναζητήσω τους φίλους μου όποτε το θελήσω και χωρίς υποχρεώσεις. Ίσως κάνω μια έκπληξη στην κοπέλα μου, όταν το νιώσω, θα διαβάσω, αν το θέλω πραγματικά και όχι για να χαμηλώσω τη στοίβα, θα παίξω για να χαρώ και όχι για να τελειώσω κάποια πίστα.Έτσι κι αλλιώς, αμέσως μετά την πρώτη έρχεται πάντα κάποια δεύτερη, κάποια τρίτη και το ίδιο γίνεται και με τα βιβλία και με τα e-mail και, δυστυχώς, με τους ανθρώπους…».
«Τα κάνουμε όλα μαζί και με άγχος. Προσπαθούμε να τα συνδυάσουμε όλα. Δουλεύουμε και μιλάμε στο σταθερό τηλέφωνο, μέχρι να μας διακόψει η κόρη μας στο κινητό, για να τη βοηθήσουμε στα μαθήματα της, και εμείς ενδίδουμε. Απασχολούμαστε με τα μαθηματικά της μικρής, όση ώρα σκεφτόμαστε τι θα προτείνουμε στο επόμενο meeting, ενώ το μυαλό μας λοξοδρομεί προς κάποιες μικρές αποδράσεις, όπως κάποια ιστοσελίδα ή κάποιο παιχνίδι…». Δεν ήταν λόγια του C+ αυτά. Ήταν του Τόμας Φρίντμαν. Εκείνου του διάσημου Αμερικανού συγγραφέα που έγραφε για το Lexus, την ελιά και την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ήταν τα λόγια εκείνου του «ευαγγελιστή» της νέας εποχής, που περιέγραφε όμως με ποιον τρόπο οι μέρες μας έχουν οδηγήσει την προσοχή μας και τη δυνατότητα αυτοσυγκέντρωσης μας στα όρια τους. Ο C+τα έφερνε στο μυαλό του εκείνο το τριήμερο και άρχιζε να τα συνειδητοποιεί, θυμόταν και την άποψη του Δερτούζου για την ατελείωτη επανάσταση, αυτήν της πληροφορικής, η οποία, τελικά, δεν δημιουργήθηκε για να μας υπηρετεί, αλλά για να την υπηρετούμε. Εκείνος είχε πάρει κινητό για να είναι πιο ελεύθερος και να μπορεί να κινείται όταν περιμένει κάποιο τηλεφώνημα, και το αντικείμενο αυτό του είχε αποκλείσει τη δυνατότητα να μένει ήσυχος. Είχε πάρει laptop για να μη μένει καρφωμένος στο γραφείο και τελικά έμενε κλεισμένος στο σπίτι για να ασχολείται με αυτό. Είχε σύνδεση με το δίκτυο για να επικοινωνεί και να μαθαίνει, και πλέον ο όγκος των πληροφοριών πίεζε τα τοιχώματα του εγκεφάλου του και τον έκανε μελαγχολικό. Ξαφνικά είχε βρει το φταίχτη για όσα κακά του συνέβαιναν!
Για τη μνήμη που έχανε, για την προσοχή του που δεν έμενε σταθερή σε ένα αντικείμενο, για το χρόνο που έτρεχε…
«Πρέπει να κάνω defragmenting στο σκληρό δίσκο του μυαλού μου!» σκέφτηκε. «Πρέπει να πετάξω στα “απορρίμματα” πληροφορίες και άχρηστα αρχεία. Πρέπει να αποκτήσω μεγαλύτερο ελεύθερο χώρο στο μυαλό μου… Βέβαια το καλύτερο θα ήταν να μπορούσα να αποκτήσω έναν καινούριο δίσκο!…» άρχιζε να βρίσκει λύσεις μέσα από τη λογική των μηχανών, θα του άρεσε να μπορούσε να ανανεωθεί όπως εκείνες. Να κάνει format, μηδενισμό κάθε δεδομένου, επιτάχυνση στην επεξεργασία, αναβάθμιση τέλος πάντων…
Δηλαδή, οι μηχανές που ήταν ο φταίχτης είχαν να δώσουν τη λύση. Ή έστω το πρότυπο για την αναζήτηση της. Σηκώθηκε και έβαλε ένα ποτήρι χυμό. Κατέβασε τις βιταμίνες που είχε ξεχάσει να πάρει το πρωί και γύρισε στο σαλόνι.
«Δεν φταίει η εποχή της μερικής προσοχής!» αποφάνθηκε. «Ούτε η ατελείωτη επανάσταση της πληροφορικής». Καμία επανάσταση δεν τελειώνει. Καμία λύση δεν υπάρχει χωρίς να γεννιούνται νέα προβλήματα. Το αυτοκίνητο δεν το αγοράζουμε πια μόνο για μεταφορά. Ποτέ μας δεν το αγοράζαμε γι’ αυτήν τελικά. Κάποιοι γίνονται περισσότερο και κάποιοι λιγότερο σκλάβοι του. Κάποιοι δανείζονται υπέρογκα ποσά, υποθηκεύουν το μέλλον τους, στριμώχνουν τη ζωή τους και απλώς οδηγούν το όνειρο τους. Αυτό τους ευχαριστεί ή έστω αυτό νομίζουν πως τους αξίζει. Στην πληροφορική η πρόοδος δεν ήλθε χωρίς απώλειες. Άνθρωποι όπως ο C+ έγιναν δέσμιοι των e-mail, των επικοινωνιών, της πληροφορίας και της συνεχούς σύνδεσης. Έφτασαν στα όρια τους, αλλά αυτά τα έβαζε πάντα η φύση και όχι η πληροφορική. Το ίδιο συνέβη και με τα βιβλία του και με το χρόνο που περνά γρήγορα και πρέπει να βρεις έναν τρόπο να τον κόψεις κομμάτια. Κάθε εποχή έχει τις υποχρεώσεις της και κάθε επανάσταση τα συν και τα πλην της. Δεν ευθύνονται όμως συνήθως οι ιδέες για όσους τις χρησιμοποιούν.
ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΤΡΥΠΑ…
Πέρασε τις επόμενες μέρες του off-line. Αποσυνδεδεμένος από όλα. Από το Internet, από τα τηλέφωνα, αλλά και από τα βιβλία και τα παιχνίδια και οτιδήποτε θα έκανε εξαιτίας κάποιου «πρέπει». Άρχισε να συνειδητοποιεί ότι αυτό που έφταιγε ήταν το δικό του σύστημα αρχειοθέτησης και κυρίως ιεράρχησης των προτεραιοτήτων.Έκανε μια βόλτα στο γκολφ της Γλυφάδας και παρατήρησε κάποιους Αμερικανούς τουρίστες να παίζουν. Μέσα στο πράσινο κυνηγούσαν την μπάλα τους και σκέφτονταν μόνο μέχρι την επόμενη τρύπα. Αυτό είχε τελικά νόημα. Το επόμενο όριο. Και φυσικά η Ζωή έτρεχε και έξω από το «green». Όπως έτρεχε και έξω από το δίκτυο και από τα βιβλία και από τα αυτοκίνητα και από οτιδήποτε κάποιος όπως ο C+ έκανε δυνάστη του.
«Η ΓΗ ΚΑΛΕΙ…»
Άνοιξε κινητά, σταθερά, μόντεμ και γραμμές επικοινωνίας την Τρίτη το πρωί. Γραπτά μηνύματα, φαξ, e-mail, ICO, τηλεφωνήματα και κάθε είδος επικοινωνίας τον αναζητούσαν. Οικογένεια, φίλοι, σχέσεις, επαγγελματικές υποχρεώσεις. Κάποιοι είχαν ανησυχήσει. Κάποιοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι απλώς πέρασε ένα τριήμερο off-line.Ότι δεν είχε σημασία τι έκανε. Ότι δεν έκανε τίποτα το ξεχωριστό και το ιδιαίτερο.Ήθελε μόνο να αλλάξει ρυθμό. Να αποδράσει.Όχι τόσο από τους άλλους, όσο από ό,τι εκείνος έβαζε να τον πιέζει.
«Η Γη καλεί C+! Πού είσαι; Ανησυχούμε! Κάνε ένα τηλέφωνο. Φιλάκια. Η αδελφή σου» έλεγε ένα μήνυμα.
«Αναρωτιέμαι με τι καταπληκτική γυναίκα έχεις μπλέξει…» έλεγε σε ένα γραπτό μήνυμα ένας φίλος.
«Είναι ίσως η ώρα να χωρίσουμε;» του έγραφε λακωνικά η κοπέλα του.
«Πού χάθηκες, ρε φίλε;» έγραφε κάποιος δικτυακός φίλος από ένα news group.
Μηνύματα που έδειχναν απλώς ότι η απότομη εξαφάνιση δεν είχε περάσει απαρατήρητη. Αρχικά, ο C+ είπε να ξαναρίξει το φταίξιμο στη νέα εποχή και τη μερική προσοχή.Ήθελε να τα βάλει με όσους του περιόριζαν την ελευθερία του.Όμως γρήγορα το ξανασκέφτηκε. «Δεν φταίει η εποχή! Δεν φταίει κανείς! Απλώς ο χρόνος μου κυλά. Απλώς νοσταλγώ τότε που μπορούσα να συγκεντρώνομαι περισσότερο, τότε που έκανα πάνω κάτω την Πατησίων για να βρω ένα έργο στον κινηματογράφο. Το έκανα χωρίς άγχος. Το έκανα κέφι. Και τη σημερινή μου Ζωή την κάνω κέφι. Γι’ αυτό τη ζω σε αυτόν το ρυθμό. Απλώς στο δρόμο το παράκανα και έπαψα να παραδέχομαι τα όρια μου. Δεν φταίει η εποχή γι’ αυτό.
Μπορώ να ιεραρχώ περισσότερο, αλλά μπορώ και να απορρίπτω. Μπορώ και να Ζήσω με λιγότερη γνώση, λιγότερη πληροφόρηση αλλά κυρίως λιγότερες τύψεις και άγχος, διότι έχω πεπερασμένες ικανότητες. Μπορώ να είμαι “on-line” όποτε θέλω ή έστω όποτε δεν μπορώ να το αποφύγω με κανέναν τρόπο. Σίγουρα είναι περισσότερο από όσα έκανα. Δεν υπάρχει μια καθολική λύση! Αλλά δεν υπάρχει και κάποιο τρομερό πρόβλημα».
Ο C+ άρχιζε να καταλαβαίνει ότι ο χρόνος που περνά και αυτή η νομοτέλεια του τον φοβίζουν.Ήταν φυσικό. «Κάθε επανάσταση είναι ατελείωτη» σκέφτηκε. «Αλλά όλες μας ανανεώνουν και οδηγούν σε κάποιο -μερικό έστω defragmenting του σκληρού μας δίσκου…».
ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Άναψε το desktop του υπολογιστή του και άρχισε τη δουλειά του. Το τριήμερο είχε επιδράσει θετικά στην παραγωγικότητα αλλά κυρίως στη διάθεση του. Στο πρώτο διάλειμμα σηκώθηκε και έφτιαξε έναν εσπρέσο. Χαμογέλασε στην ιδέα των υπολειμμάτων αλουμινίου.
«Κύριε C+, σας ζητά ο κ. Χ από την εταιρεία Υ» του είπε κάποια στιγμή η γραμματέας. «Ποιος είναι αυτός πάλι;» είπε εκείνος.
«Είναι το ραντεβού σας του απογεύματος» του θύμισε. «Μου είχατε πει ότι θα μελετούσατε την περίπτωση του μέσα στο τριήμερο και έτσι κλείσαμε συνάντηση για σήμερα…».
«Όχι πανικός!» είπε μέσα του και σήκωσε το τηλέφωνο…
«Κύριε Χ! Καλημέρα. Σας περιμένουμε το απόγευμα… Βεβαίως και έχω μελετήσει την υπόθεση σας… Πώς; Καλύτερα μεθαύριο; Δεν μπορείτε απόψε; Σίγουρα; Δεν προλαβαίνετε; Κανένα πρόβλημα! Μεθαύριο λοιπόν…».
«OK, κερδίσαμε χρόνο!» είπε μέσα του. «Μέχρι μεθαύριο θα τα έχω όλα τέλεια… Μήπως να ρίξω μια ματιά σε εκείνο το news group τώρα…».
Απλά εκπληκτικό…