Οι χώροι που κινούμαστε καθημερινά σαρώνονται από κάμερες. Τα μέρη που επισκεπτόμαστε στο διαδίκτυο και οι αγορές που κάναμε με την πιστωτική μας κάρτα είναι καταγεγραμμένα – και πολλές φορές εμπορεύσιμα. Τα ζάπινγκ μας μεταδίδονται σε εταιρείες μέτρησης – προαιρετικά- και ερήμην μας όταν ολοκληρωθεί η ψηφιακή τηλεόραση. Άσχετες εταιρείες γνωρίζουν πότε αποκτήσαμε παιδί, πότε θα ξεχρεώσουμε το δάνειο μας, κτλ. Μάλλον, παραγίναμε «γνωστοί».

Ο Αριστοτέλης έλεγε πως ο καλύτερος τρόπος να μάθουμε τους φόβους μιας κοινωνίας είναι να διαβάσουμε τη μυθογραφίας της. Σήμερα θα αναφερόταν στην τηλεόραση. Η σειρά Ο Μεγάλος Αδελφός γεννήθηκε στην Ολλανδία, υπήρξε η πιο πετυχημένη στην ιστορία της, και το copyright της πουλήθηκε σε δεκάδες κράτη. Είναι κάτι μεταξύ σαπουνόπερας, ριάλιτι σόου και τηλεπαιχνιδιού: Μια ομάδα νέων ζούνε αποκλεισμένοι σε ένα σπίτι γεμάτο τηλεοπτικές κάμερες. Ο,τι συμβαίνει μεταξύ τους μεταδίδεται κάθε βράδυ από την εθνική τηλεόραση, και απευθείας από το διαδίκτυο. Οι «ένοικοι» διαγωνίζονται και για την προτίμηση του κοινού, με έπαθλο μεγάλο χρηματικό ποσό.

Η συζήτηση στην Ολλανδία άναψε. Ένα σπίτι αποκλεισμένο και συγχρόνως εκτεθειμένο σε όλους, συμβολίζει την αποξένωση και την έλλειψη ιδιωτικότητας. Είναι μια αντίφαση που χαρακτηρίζει όλο τον κόσμο. Όμως το κοινό –παρά τις ανησυχίες για τον εαυτό του- παρακολουθούσε κανιβαλικά τις προσωπικές στιγμές αγνώστων ανθρώπων. Η ηδονοβλεψία του δεν είχε σεξουαλικό περιεχόμενο. Στηνόταν μπροστά στην τηλεόραση για να δει κάποιον να σκαλίζει την μύτη του. Οι «ένοικοι» που επέδειχναν την ηδονή επιδειξία, ηρωοποιήθηκαν. Γύρισαν διαφημίσεις, οι γυναίκες φωτογραφήθηκαν στο Playboy, και όλοι τους είναι πια εθνικοί σταρ. Οι αιτήσεις συμμετοχής σε παρόμοιες εκπομπές ήταν πάμπολλες.

Υπάρχει και η ελληνορθόδοξη εκδοχή αυτών των αντιφάσεων. Ένα τυπικό τηλεοπτικό απόγευμα αρχίζει με ριάλιτι σόου, όπου κάποιοι κυνηγώντας λίγα λεπτά φήμης, επιδίδονται σε άνευ προηγουμένου ψυχολογικά στριπτίζ. Η προστασία της προσωπικότητας του ατόμου έχει πάει περίπατο. Το απόγευμα συνεχίζεται με δελτία ειδήσεων, όπου διάφοροι κατηγορούμενοι (ούτε καν καταδικασμένοι) προσπαθούν να αποφύγουν τις κάμερες. Έχει χαθεί το προσωπικό απόρρητο και κάθε έννοια δεοντολογίας. Όταν έρθει η ώρα των τηλεοπτικών παραθύρων, ακούμε τις πιο ακραίες απόψεις για αυτά ακριβώς που αναιρέσαμε ως τηλεθεατές τις προηγούμενες ώρες. Και πιθανόν, ενστερνιζόμαστε αυτές τις απόψεις. Να θυμηθούμε πως τα υψηλότερα νούμερα τηλεθέασης στην Ελλάδα ήταν με τις βιντεοκασέτες Κορκολή – τουλάχιστον, οι Ολλανδοί «ένοικοι» είχαν εκτεθεί αυτοβούλως. Βασανιζόμαστε κι εμείς από την αποξένωση και την έλλειψη ιδιωτικότητας, από την επιθυμίας για δόξα και την προστασία της προσωπικής μας σφαίρας. Και το εκφράζουμε καθημερινά.

Μακάρι να είχαμε μία ανώτερη βοήθεια να μας ξεμπερδέψει στον κόσμο που έρχεται. Πάνω στο χαρτάκι που θα λέει ποιοι είμαστε, μερικοί ίσως νιώθουν το «ΧΟ» σαν εικόνισμα. Με ή χωρίς αυτό, οι πολιτιστικές αντιφάσεις πάντως δε λύνονται τελείως. Όλοι θα μπορούμε να γίνουμε διάσημοι για πέντε λεπτά τα επόμενα χρόνια, και μάλλον θα το χαιρόμαστε. Αλλά και όλοι θα ονειρευόμαστε να είμαστε άγνωστοι, έστω για πέντε λεπτά. Ο Άντι Γουόρχολ είπε τη μισή αλήθεια.

(Την ημέρα που ανακοινώθηκε η χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδίου)