Τον έχουν αποκαλέσει «γκουρού της ψηφιακής τεχνολογίας» και «μάγο του μένοντος». Ο 57χρονος Νίκολας Νεγκροπόντε, συνιδρυτής και ψυχή του πιο διάσημου και λαμπερού κέντρου ερευνών υψηλής τεχνολογίας, του Media Lab, στο MIT, με αφορμή τα πρόσφατα 15α γενέθλια του εργαστηρίου μιλά για το μέλλον του ψηφιακού αλλά και του πραγματικού κόσμου μας.

Σηκώνεις το πώμα ενός από τα τρία πολύχρωμα γυάλινα μπουκάλια και ακούς τζαζ μουσική να ελευθερώνεται σαν το τζίνι. Διασχίζεις το δωμάτιο κι αγγίζεις μια από τις πλαστικές φούσκες, μεγέθους ντόνατς, για να δεις μια δέσμη φωτός να πλημμυρίζει το χώρο. Τώρα, βάλε την κούπα κάτω από την καφετιέρα και άκου τον αγαπημένο σου σταθμό να συντονίζεται στο ραδιόφωνο που είναι ενσωματωμένο στη συσκευή.

Περνάμε καλά, έτσι δεν είναι; Κι αν όχι, υπάρχουν περισσότερες από 400 εφευρέσεις κάθε χρόνο στο Media Lab, που όταν γεννιούνται μπορούν με τις μοναδικές προσεγγίσεις τους στην τεχνολογία να μας διασκεδάσουν. Χωρίς αμφιβολία, το Media Lab ξεχωρίζει για πολύ καιρό ως το αγαπημένο κέντρο ερευνών υψηλής τεχνολογίας. Για 15 ολόκληρα χρόνια, μόνο ένα σύνθημα συνεχίζει να υπάρχει στους τοίχους του: «Demo or Die» (Δοκίμασε ή Πέθανε). Ωστόσο, σήμερα τα μέλη του Media Lab δίνουν έναν υπέρ πάντων αγώνα για να ξεπεράσουν κάποια διλήμματα και να απαντήσουν στο βασικό ερώτημα: τι είδους ενήλικας πρόκειται να γίνει το Media Lab; Όταν άνοιξαν οι πόρτες του, το 1985, ήταν κάτι πραγματικά αξιοπερίεργο. Μια πειραματική σύγκλιση υπολογιστών, επικοινωνιών και διασκέδασης, μια ανάμειξη τέχνης και τεχνολογίας, καθοδηγούμενη από τον ελληνικής καταγωγής αρχιτέκτονα καθηγητή Νικόλας Νεγκροπόντε, ο οποίος είχε αρχίσει να δημιουργεί μια ομάδα ερευνητών διαφόρων ειδικοτήτων από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Κινητήριος δύναμη της αποστολής τους ήταν η πεποίθηση του Νεγκροπόντε ότι το κείμενο, το video και ο ήχος θα αναμειχθούν κάποια μέρα σε μία και μόνη ψηφιακή μονάδα.

Η πρόταση που είχε υποβάλει από το 1975 για «multimedia computing» έγινε δεκτή υπό τον όρο ότι η πρώτη λέξη δεν θα υπήρχε γιατί ακουγόταν τρελή. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, οι επιχειρήσεις στοιχηματίζουν δισεκατομμύρια δολάρια στην εποχή των πολυμέσων και το όραμα του Νεγκρο­πόντε, ο οποίος «αισθάνεται Έλληνας, αλλά δεν το λέει ποτέ δημοσίως όταν βρίσκεται στην Ελλάδα!», θεωρήθηκε ότι έφτασε στο στόχο του. Το βιβλίο του, το 1995, Ψηφιακοί Κόσμος(Being Digital) μεταφράστηκε με τεράστια επιτυχία σε 40 γλώσσες. Ο φουτουριστής, ο οραματιστής, «ο πρίγκιπας του παγκόσμιου χωριού» και, πάνω απ’ όλα, ο ονειροπόλος καθηγητής, σε αντίθεση με τους περισσότερους από μας, που μόνο ονειρεύονται, έκανε τελικά το όνειρο του πραγματικότητα..

—To Media Lab έκλεισε πρόσφατα 15 χρόνια ζωής και όλοι παραδέχονται ότι βρίσκεται πλέον σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ποιο κατά τη γνώμη σας πρέπει να ‘ναι το μέλλον του και προς ποια κατεύθυνση;
«To Media Lab έχει ως ένα βαθμό ολοκληρώσει την αποστολή του ως ΜΜΕ. Τώρα ανακαλύπτει τον εαυτό του μέσα από τρεις διαφορετικούς τομείς: έκφραση, μάθηση και πράγματα. Αυτά μπορεί να αναπτυχθούν σε τρία καινούργια εργαστήρια: Μελλοντικές Τέχνες, Ανθρώπινη Εξέλιξη και Άτομα & Bits, αντανακλώντας με τον τρόπο αυτό τις τάσεις των τελευταίων χρόνων. Το προσωπικό μου ενδιαφέρον στρέφεται προς τα αναπτυσσόμενα έθνη και, πιο συγκεκριμένα, σε μια χρήσιμη, προσιτή και οικονομική χρήση των υπολογιστών στις πιο απομακρυσμένες και φτωχές περιοχές του πλανήτη. Με αυτό το στόχο, το Media Lab ξεκίνησε κάποιες διεθνείς συνεργασίες με κράτη όπως η Ισπανία και η Ινδία για την υλοποίηση κάποιων μαζικών προγραμμάτων».

—Με ποιο τρόπο το Media Lab θα παραμείνει ένας χώρος ανταλλαγής ιδεών σε μια εποχή ανταγωνιστικής έρευνας και γρήγορου πλουτισμού; Πώς θα ισορροπήσει ανάμεσα στην εξυπηρέτηση των εμπορικών αναγκών και των οραμάτων των στελεχών του;
«Αυτή είναι μια καλή ερώτηση. Το πρόβλημα δεν πηγάζει τόσο πολύ από την απληστία. Είναι μάλλον μια λειτουργία που έχει σχέση με την ταχύτητα με την οποία η ιδέα μετατρέπεται σε προϊόν σήμερα, Ο,τι πριν χρειαζόταν μια δεκαετία μπορεί τώρα να συμβεί σε λιγότερο από ένα χρόνο. Αυτό κάνει την προανταγωνιστική έρευνα πολύ μικρότερη από ό,τι στο παρελθόν. Η μοναδική λύση είναι να αυξήσεις το ρυθμό παραγωγής ιδεών έτσι ώστε να εναρμονιστείς με την εποχή του Ίντερνετ».

— Μπορείτε να θυμηθείτε μια ανακάλυψη ενός φοιτητή σας την οποία ζηλέψατε;
«Με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, καμιά. Έχω θαυμάσει όμως πολλές, πάρα πολλές. Τρέφω θαυμασμό προς τις αντισυμβατικές ιδέες και για οτιδήποτε θεωρείται «αδύνατο» και αποδεικνύεται ότι δεν είναι. Πρόσφατα, ένας φοιτητής μας ανακάλυψε έναν τρόπο κατεύθυνσης του ήχου έτσι ώστε να λειτουργεί περίπου σαν το φως, με την έννοια ότι μπορεί να στοχεύσει σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, σαν κεραυνός ήχου. Πολλοί γνωστοί ειδήμονες της ακουστικής είπαν ότι αυτό δεν ήταν εφικτό. Είναι πραγματικά μια αξιοθαύμαστη ιδέα».

— Ο εθισμός στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές είναι εξίσου επικίνδυνος με εκείνον της τηλεόρασης; Ποια είναι τα οφέλη και ποια τα ρίσκα αν στο μέλλον δούμε μια συσκευή τύπου PC-TV να κυριαρχεί;
«Η τηλεόραση είναι ένα πολύ παθητικό μέσο. Αντιθέτως, οι υπολογιστές βοηθούν πολύ την επικοινωνία. Άρα η διαφορά βρίσκεται στην επικοινωνιακή φύση του υπολογιστή. Συνήθως με ρωτούν οι γονείς: “Δεν είναι κακό που ένα παιδί ξοδεύει έξι ώρες κάνοντας πράγματα που δεν συμπεριλαμβάνουν το διάβασμα ή το πιάνο;”. Η δουλειά ενός παιδιού είναι να κάνει καθημερινά πολλά και διαφορετικά πράγματα».

—Η σχέση σας με τον φορητό σας υπολογιστή είναι σχέση αγάπης ή εξάρτησης;

«Δεν είμαι σίγουρος εάν το ένα αποκλείει το άλλο. Πάντως αγαπώ εξίσου τον ζωντανό κόσμο, των κατοικίδιων και των ανθρώπων. Είμαι σίγουρα πολύ εξαρτημένος από τον φορητό μου υπολογιστή, είναι η ίδια η προσωπική μου ζωή. Περνώ πάνω από έξι ώρες την ημέρα μ’ αυτόν, αφού δεν είμαι πια παιδί…»

—Πριν από μερικά χρόνια υπήρχε μεγάλη προσδοκία κερδών από εταιρείες υψηλής τεχνολογίας. Σήμερα το κλίμα έχει αντιστραφεί και αυτό αποτυπώνεται ήδη στο δείκτη Nasdaq. Πώς το εξηγείτε;
«Είστε μάρτυρες μιας προφητείας που εκπληρώθηκε μέσα από υπερβολές και υπερεκτιμημένες καταστάσεις. Η πορεία του δείκτη Nasdaq μοιάζει με ένα πάρτι όπου οι καλεσμένοι ήρθαν πολύ αργά και έφυγαν πολύ νωρίς. Οι ζημιές είναι τεράστιες και είναι πολύ συχνά αποτέλεσμα αδύναμων διευθυντών, που έχουν χάσει την όρεξη να ρισκάρουν. Αυτό είναι ιδιαίτερα λυπηρό για την Ευρώπη, γιατί οι νέοι Ευρωπαίοι ρισκάρουν πια λιγότερο όταν σχεδιάζουν την καριέρα τους. Πολλοί γονείς μπορεί τώρα να λένε: “Σ’ το είχα πει. θα έπρεπε να δουλεύεις για την κυβέρνηση ή για μια μεγάλη εταιρεία”. Αυτό που πρέπει να καταλάβουν οι άνθρωποι είναι ότι το ξεκίνημα μιας εταιρείας ή η συμμετοχή στο ξεκίνημα της είναι αυτό που πρέπει να κάνουν όταν είναι νέοι. Το χειρότερο που μπορεί να τους συμβεί είναι να μάθουν κάτι που μέχρι τότε δεν ήξεραν».

—Πώς αιτιολογείτε την άποψη σας ότι μέχρι το 2020 οι περισσότεροι άνθρωποι θα είναι αυτοαπασχολούμενοι;
«Είμαι οπαδός της αποκέντρωσης. Αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι το να είσαι ψηφιακός είναι ένα πολύ ανατρεπτικό φαινόμενο. Οι ιεραρχίες μετατρέπονται σε δίκτυα και η κοινωνία μπορεί να βρει έναν τρόπο έτσι ώστε ταυτόχρονα να ‘ναι συνεργάσιμη και απομονωμένη. Το να είναι κανείς αυτοαπασχολούμενος αποτελεί μια επιπλέον μορφή outsourcing (σ.σ.: ανάθεση σε τρίτους μέρους της παραγωγικής διαδικασίας με μικρότερο κόστος). Η αυτοαπασχόληση είναι μια μετέπειτα μορφή της, με την έννοια ότι είναι η μετατόπιση του ρίσκου έξω από την επιχείρηση. Κάθε άνθρωπος μπορεί να ελέγχει τη δική του ζωή με το τίμημα του μεγαλύτερου ρίσκου. Με την αυτοπεποίθηση της γνώσης και της φαντασίας, αυτό θα εξελιχθεί σε πρωταρχική μορφή απασχόλησης σε πολλές χώρες».

—Έχετε δηλώσει ότι οι νέοι άνθρωποι θα είναι η πραγματική εξουσία στο μέλλον και φέρατε ως παράδειγμα τους φοιτητές σας στο Media Lab, που αποφεύγουν να ασχολούνται με την πολιτική. Το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση γιγαντώθηκε μέσω του Ίντερνετ, από νέους που παράγουν πολιτική και είναι φανατικά δικτυωμένοι. Αυτό δεν ανατρέπει το συλλογισμό σας
«Το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης δεν είναι προϊόν του Ίντερνετ. Αυτό θα έμοιαζε με το να ισχυριστούμε ότι η τρομοκρατία είναι προϊόν των κινητών τηλεφώνων επειδή οι τρομοκράτες τα χρησιμοποιούν. Τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα, που θα μεγαλώσουν με το Ίντερνετ και τον ψηφιακό κόσμο, δεν θα γνωρίσουν τον εθνικισμό. Ο κόσμος θα γίνει αυτομάτως πιο παγκόσμιος και συγχρόνως πιο τοπικός. Τυγχάνει απλώς να διανύουμε μια περίοδο όπου τα έθνη αποκτούν λάθος διαστάσει. Το κάθε έθνος είναι πολύ μεγάλο για να είναι τοπικό και πολύ μικρό για να είναι παγκόσμιο. Είναι πολύ σημαντικό να μην αγνοήσουμε το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης ή να θεωρήσουμε ότι όλα είναι καλά και απλώς δεν τα εξηγήσαμε σωστά. Κάτι τέτοιο θα ήταν τραγικό λάθος. Ναι, υπάρχει αδικία και οι αξίες δεν συμβαδίζουν πάντα, θα χρειαστεί πολλή εκπαίδευση και προσοχή για να καταλάβουμε πως να τα διορθώσουμε».

—Η προοπτική του μέλλοντος που οραματίζεστε με τι τρόπο θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες του μέσου ανθρώπου;

«θεωρώ ότι όλοι είμαστε αυτό που λέτε, “ο μέσος όρος”. To μέλλον θα ελέγχεται λιγότερο από το παρελθόν. Οι ζωές των ανθρώπων θα καθοδηγούνται από τη δική tous φαντασία και εξυπνάδα και όχι από την κοινωνική τους θέση».

—Πώς θα εξελιχθούν οι υπολογιστές την επόμενη δεκαετία;

«Οι υπολογιστές θα εξελιχθούν με το να… εξαφανιστούν! Η γνωστή εικόνα μιας οθόνης και ενός πληκτρολογίου θα αντικατασταθεί από μια πανταχού παρούσα μορφή υπολογιστών που θα βρίσκεται ενσωματωμένη στα πάντα – και κυριολεκτώ, θα τρώμε υπολογιστές, θα φοράμε υπολογιστές, θα ζούμε και θα οδηγούμε μέσα σε υπολογιστές. Να περιμένετε έναν κόσμο με εξαιρετικά πολύπλοκα δίκτυα, όπου ο κωδικός κάθε διεθνούς προϊόντος θα είναι ένας μίνι υπολογιστής. Κάθε χαπάκι θα μιλά στα άλλα χαπάκια μέσα στο μπουκάλι, το μπουκάλι θα μιλάει στα άλλα μπουκάλια του φαρμακείου που βρίσκεται στο μπάνιο του σπιτιού μας, και το φαρμακείο θα μιλά σε όλες τις άλλες συσκευές του μπάνιου. Και ούτω καθ’ εξής».

—Πότε εκτιμάτε ότι ο άνθρωπος θα είναι σε θέση να συνομιλεί με τους υπολογιστές;
«Ο λόγος έχει καθυστερήσει πολύ περισσότερο από ό,τι περίμενα, εν μέρει γιατί η έρευνα επικεντρώθηκε σε κάποια λανθασμένα σημεία. Δεν έχουν γίνει πολλά όσον αφορά το λόγο, και τα συστήματα που ήδη υπάρχουν απαιτούν προσπάθεια από την πλευρά του ομιλητή-χρήστη. Μάλλον υποτιμήσαμε τη διάθεση των ανθρώπων να συνεργαστούν ακόμα και με πρωτογενή προγράμματα “συνομιλίας”. Για παράδειγμα, πολλοί από εμάς θα ήταν πρόθυμοι να μιλήσουν συλλαβιστά ή κάνοντας παύσεις ανάμεσα στις λέξεις προκειμένου να λειτουργήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Αυτό που θα αλλάξει τη μορφή του λόγου είναι τα κινητά τηλέφωνα. Το μέγεθος και η φύση των ψηφιακών κυψελών θα προωθήσουν την έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση. Στα τρία επόμενα χρόνια θα πρέπει να αναμένουμε τεράστια πρόοδο. Αυτό δεν πρέπει να το συγχέουμε με το πολύ μεγάλο ζήτημα της κατανόησης του ελεύθερου φυσικού λόγου (γραπτού ή προφορικού), το οποίο για να λυθεί θα απαιτήσει έρευνα τουλάχιστον 20 χρόνων».

—Ο Ουμπέρτο Εκο εξέφρασε τον προβληματισμό του γύρω από τα «σκουπίδια» που κυκλοφορούν στο χώρο του Ίντερνετ, δηλώνοντας ότι στο μέλλον πρέπει να διδάξουμε στους ανθρώπους την αναγκαιότητα να φιλτράρουν us πληροφορίες, αλλιώς η πρόσβαση τους σε αυτές θα είναι εντελώς ανώφελη. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Έχει απόλυτο δίκιο. Αλλά ίσως δεν έχει υπόψη του την έννοια του “κοινωνικού φιλτραρίσματος” που χρησιμοποιεί το Ιντερνετ ως τρόπο συλλογικής ταξινόμησης των πληροφοριών, κάτι σαν την αξιολόγηση κρασιών ή εστιατορίων. To Amazon είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα, γιατί οι ανασκοπήσεις και τα προτεινόμενα βιβλία εξυπηρετούν αυτόν το σκοπό. Αλλά μην ξεχνάτε ότι πάντα θα υπάρχει ποικιλία απόψεων. Άλλωστε στόχος δεν είναι να βρουν οι χρήστες τη μία και μόνη αλήθεια, αλλά να βελτιώσουν το επίπεδο έκφρασης και σκέψης τους. Τη σκέψη που μπορεί να προέρχεται είτε από ένα παιδί είτε από ένα φιλόσοφο».

—Θεωρείτε ότι το Ίντερνετ ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση κάποιων λαών περισσότερο από κάποιων άλλων;
«Η ψηφιακή εποχή αφομοιώνει κάποια πολιτιστικά στοιχεία πολύ πιο εύκολα από άλλα. θα απορρίψει πολιτιστικά στοιχεία αδύναμου, περιορισμένου και παραδοσιακού χαρακτήρα. Οι δυσκολίες μετάβασης φαίνονται καθαρά σε χώρες με ισχυρές παραδοσιακές αξίες, όπως η Ιαπωνία και η Γαλλία. Αντιθέτως, οι χώρες ms Λατινικής Αμερικής δεν εμφανίζουν δυ­σκολίες προσαρμογής, γιατί είναι κοι­νωνίες πιο ανοιχτές στις αλλαγές».

—Με την Ελλάδα, τι ακριβώς συμβαίνει;
«Η Ελλάδα έχει ένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Δυστυχώς δεν είναι συνεργάσιμη κοινωνία. Οι Έλληνες είναι πολύ ζηλόφθονοι και απρόθυμοι να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον, κάτι που αντιτίθεται στο πώς λειτουργεί το Ίντερνετ. Χρειάζεται μια πραγματική αλλαγή και αυτή η αλλαγή θα έρθει από τους γονείς που θα δίνουν καλύτερα παραδείγματα στα παιδιά τους».

—Είστε ικανοποιημένος από το πώς η Ελλάδα αντιμετωπίζει το ψηφιακό της μέλλον;
«Προσπαθώ να μην είμαι ικανοποιημένος με τίποτα. Ο ΟΤΕ έκανε καλή δουλειά και οι υπηρεσίες σήμερα είναι σαφώς καλύτερες από ό,τι ήταν πριν δύο χρόνια. Αλλά πάντα θα υπάρχει τρόπος για περαιτέρω βελτίωση».

—Γιατί αποφασίσατε να επενδύσετε στην Ελλάδα, μέσω της εταιρείας Velti.Net (σ.σ.: ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 2000 από μια ομάδα στην οποία περιλαμβάνονται στελέχη με θητεία στο Media Lab και είναι η πρώτη εταιρεία παροχής λύσεων ηλεκτρονικού εμπορίου στη χώρα μας);
«Δεν επενδύω σε εταιρείες. Επενδύω σε ανθρώπους. Οι άνθρωποι πίσω από τη Velti.Net έχουν την επιμονή, τη δυνατότητα να κάνουν μια ιδέα πράξη και έχουν, φυσικά, και τις ικανότητες. Ακόμη κι αν ξεκινούσαν να φτιάξουν ένα γκαράζ, εγώ και πάλι θα το χρηματοδοτούσα».

—Από πού πιστεύετε τελικά ότι προέρχονται οι πρωτοποριακές ιδέες;
«Από τις διαφορές και τις αντιπαραθέσεις. Οι διαφορές είναι το βασικό συστατικό για οποιοδήποτε περιβάλλον σκοπεύει να παραγάγει νέες ιδέες. Η ομοιογένεια είναι εχθρός της δημιουργίας και το Media Lab παραμένει ένας από τους mo ετερογενείς χώρους στον κόσμο. Εδώ θα συναντήσετε ένα κράμα από μηχανικούς, καλλιτέχνες και επιστήμονες που συνεργάζονται και δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους»

Όπως είναι λογικό, το Media Lab υπήρξε για πολύ καιρό αντικείμενο σκληρής κριτικής από αντιπάλους του μέσα και έξω από το MIT. Οι ψίθυροι επικεντρώνονται στο ότι το διάσημο και λαμπερό εργαστήρι δίνει προσοχή στη μαζική υπερπαραγωγή έξυπνων, χαριτωμένων, λαμπερών παιχνιδιών, που δεν είναι σχεδόν ποτέ πρωτοποριακά σε τεχνολογικό επίπεδο και δεν αποδεικνύουν σημαντικές επιστημονικές θεωρίες ή δεν καταλήγουν σε αξιόλογα προϊόντα.

Τα περισσότερα μέλη έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θέλουν να δουλεύουν σε προγράμματα που οδηγούν απευθείας σε προϊόντα, λέγοντας ότι «αν παράγουμε προϊόντα, θα πάψουμε να καινοτομούμε». Άλλοι οραματίζονται μια πολύ ριζική μεταμόρφωση προτείνοντας το Media Lab να συνεργάζεται με μεγάλες εταιρείες, να μεταμορφωθεί δηλαδή κατά κάποιον τρόπο σε σύμβουλο επιχειρήσεων. Όμως ο φόβος μιας τέτοιας προοπτικής γεννά υποψίες. «Από τη στιγμή που το προσωπικό ξεκινά να σκέφτεται τόσο πολύ τα χρήματα, αυτό θα επηρεάσει και τις ιδέες τους, θα διστάζουν να μοιραστούν τις καλύτερες ιδέες τους. Η έλλειψη εμπιστοσύνης και αλληλοεπικοινωνίας μπορεί να μας χωρίσει», ομολογεί ο κ. Νεγκροπόντε.

Αλλά ο ίδιος έχει, χωρίς αμφιβολία, αποδειχθεί ικανότατος στο να διατηρεί την ενότητα και το σκοπό της αποστολής του Media Lab, το οποίο, σημειωτέον, χαρακτηρίζει η παντελής έλλειψη ιεραρχίας. Παρ’ όλο που είναι μόλις 57 χρόνων, εγκατέλειψε πρόσφατα τη θέση του διευθυντή, ακόμα και αν το «πνευματικό του παιδί» βρίσκεται – όπως μερικοί πιστεύουν – στην πιο σημαντική περίοδο της ζωής του. «Το Lab πολύ συχνά χαρακτηρίζεται ως το Lab του Νικ», λέει ο άνθρωπος που τον περιέγραψαν κάποτε σαν τον Ουόλτ Ντίσνεϊ, «αλλά αυτό τον καιρό συχνά κάθομαι στην άκρη του δωματίου. Είμαι μάλλον σαν τον υπουργό Εξωτερικών, που απλά πατάει την κόρνα του Media Lab».

Για το μάγο του μέλλοντος, μια ενδεχόμενη αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος, εκτός πληροφορικής τεχνολογίας, θα μπορούσε να είναι μόνο η δημιουργία ενός δικού του ρεστοράν. «Μου αρέσει πολύ να μαγειρεύω και θα ήμουν χαρούμενος αν το έκανα αυτό για το υπόλοιπο της ζωής μου».

Η συνέντευξη είναι από το περιοδικό Έψιλον της Ελευθεροτυπίας.