Ανελέητος Ουρανός
Τα μεσάνυχτα, η κορυφή του Έβερεστ ήταν μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, μία πυραμίδα από χιόνι, χλομή και απόκοσμη κάτω από το φως του ανατέλλοντος φεγγαριού. Στον ουρανό δεν υπήρχαν σύννεφα και ο αέρας, που φυσούσε μέρες, είχε πέσει σχεδόν τελείως. Στο ψηλότερο σημείο της Γης αυτή η γαλήνη πρέπει να είναι ένα φαινόμενο πολύ σπάνιο. Είχαν κάνει καλή επι­λογή της χρονικής περιόδου.

Ίσως και να παραήταν καλή, σκέφτηκε ο Ίζορτζ Χάρπερ. Όλα ήρθαν σχεδόν τραγικά εύκολοι. Το μόνο ουσιαστικό πρόβλημα που αντιμετώπισαν ήταν πώς θα έβγαιναν από το ξενοδοχείο χωρίς να τους καταλάβει κανείς. Η διεύθυνση δεν ενέκρινε τις μεταμεσονύχτιες εκδρομές χωρίς άδεια, γιατί ήταν πιθανό να συμβούν ατυχήματα, πράγμα κακό για την επιχείρηση.

Αλλά ο δρ Έλγουιν ήταν αποφασισμένος να κάνει το δικό του και είχε σοβα­ρούς λόγους, παρ’ όλο που δεν τους είχε συζητήσει. Η παρουσία ενός από τους πιο γνωστούς επιστήμονες στον κόσμο -και βεβαίως ο πιο γνωστός ανάπηρος-στο ξενοδοχείο Έβερεστ και μάλιστα στην περίοδο με την πιο μεγάλη τουρι­στική δραστηριότητα, είχε ήδη προξενήσει μεγάλη, αν και συγκαλυμμένη, έκ­πληξη. Ο Χάρπερ είχε κατευνάσει τα πνεύματα κάνοντας υπαινιγμούς για με­τρήσεις της βαρύτητας, κάτι που ήταν εν μέρει, αληθινό. Βέβαια, ήταν μόνο ένα μικρό μέρος της αλήθειας.

Αν κάποιος έβλεπε τον Ιούλιο Έλγουιν εκείνη τη στιγμή, καθώς προχωρούσε αποφασιστικά προς τα είκοσι εννέα χιλιάδες πόδια με υλικό είκοσι τριών κι­λών στους ώμους, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι τα πόδια του ήταν σχεδόν άχρηστα. Υπήρξε θύμα της θαλιδομίδης, του καταστροφικού φαρμάκου που το 1961 έγινε η αιτία να γεννηθούν ανά τον κόσμο τουλάχιστον δέκα χι­λιάδες παιδιά παραμορφωμένα. Ο Έλγουιν ήταν τυχερός. Τα χέρια του ήταν φυσιολογικά και είχαν δυναμώσει τόσο πολύ με την άσκηση που ήταν κατά πολύ πιο δυνατά από αυτά των περισσότερων αντρών. Τα πόδια του όμως ήταν ισχνά, πετσί και κόκαλο. Με τους νάρθηκες έκανε μερικά ασταθή βήματα, αλ­λά δεν μπορούσε να περπατήσει κανονικά. Και τώρα ήθελε άλλα εξήντα μέτρα για να φτάσει στην κορυφή του Έβερεστ…

Όλα άρχισαν από μία ταξιδιωτική αφίσα πριν από τρία περίπου χρόνια. Ο Τζορτζ Χάρπερ, ως κατώτερος προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών στο Τμήμα Εφαρμοσμένης Φυσικής, ήξερε το δρα Έλγουιν μόνο από την όψη και τη φήμη του. Ακόμα και για τους απευθείας κατώτερους του ο ευφυέστατος διευθυντής έρευνας της Άστροτεκ ήταν απόμακρος, αποκομμένος από τους περισσότερους λόγω της σωματικής αλλά και της πνευματικής του ιδιαιτερότητας. Δεν είχε ούτε συμπάθειες ούτε αντιπάθειες. Τον θαύμαζαν και τον λυπούνταν, αλλά δεν τον ζήλευαν.

Ο Χάρπερ, που μόλις είχε τελειώσει το κολέγιο, αμφέβαλλε αν ο δόκτωρ γνώριζε ακόμα και την ύπαρξη του, εκτός ίσως από το όνομα του σε κάποιο οργανόγραμ­μα. Υπήρχαν άλλοι δέκα προγραμματιστές στο τμήμα του, όλοι αρχαιότεροι του και οι περισσότεροι δεν είχαν ανταλλάξει πάνω από δέκα λέξεις με το διευθυντή έρευνας. Όταν ανέθεσαν στον Χάρπερ να πάει έναν από τους απόρρητους φακέ­λους στο γραφείο του δρα Έλγουιν φαντάστηκε ότι θα έμπαινε και θα έβγαινε χωρίς να μεσολαβήσει τίποτε περισσότερο από μερικές τυπικές κουβέντες. Και παραλίγο έτσι να γίνει. Μόνο που, καθώς έφευγε, σταμάτησε μπροστά στο καταπληκτικό πανόραμα των Ιμαλαΐων που κάλυπτε το μισό τοίχο. Είχε τοποθετηθεί έτσι ώστε να το βλέπει ο δρ Έλγουιν κάθε φορά που σήκωνε τα μάτια του από το γραφείο του. Έδειχνε ένα σκηνικό που ο Χάρπερ ήξερε πολύ καλά, μια και το είχε φωτογραφίσει και ο ίδιος, όταν ως τουρίστας, έκθαμβος και κά­πως λαχανιασμένος, είχε σταθεί στο πατημένο χιόνι στην κορυφή του Έβερεστ. Να η άσπρη οροσειρά της Καντσεντζούνγκα μέσα από τα σύννεφα, εκατόν εβδομήντα χιλιόμετρα μακριά· σχεδόν στην ίδια ευθεία αλλά πιο κοντά οι δι­πλές κορυφές του Μάκαλου και ακόμα πιο κοντά ο τεράστιος όγκος του Λοτσέ, γείτονα και αντιπάλου του Έβερεστ, που κυριαρχούσε στο τοπίο. Πιο πέ­ρα, προς τα δυτικά, κυλούσαν σε πελώριες κοιλάδες -τόσο πελώριες που το μάτι δεν μπορούσε να υπολογίσει το μέγεθος τους- οι παγωμένοι ποταμοί των παγετώνων Κούμπου και Ρόνγμπακ. Από αυτό το ύψος οι παγωμένες ρυτίδες τους δεν φαίνονταν μεγαλύτερες από τα αυλάκια ενός οργωμένου χωραφιού. Αλλά αυτά τα αυλάκια και οι ουλές από πάγο σκληρό σαν σίδερο είχαν βάθος μερικών εκατοντάδων μέτρων.

Καθώς ο Χάρπερ απολάμβανε τη θεσπέσια θέα και ξαναζούσε τις στιγμές, άκουσε τη φωνή του δρα Έλγουιν πίσω του. «Φαίνεται ότι ενδιαφέρεσαι. Έχεις πάει;»

«Μάλιστα. Με πήγαν οι γονείς μου όταν τέλειωσα το γυμνάσιο. Μείναμε στο ξε­νοδοχείο μία εβδομάδα και πιστεύαμε πως θα φεύγαμε πριν φτιάξει ο καιρός. Αλλά την τελευταία μέρα σταμάτησε ο αέρας και είκοσι από μας πήγαμε στην κορυφή. Μείναμε εκεί περίπου μία ώρα φωτογραφίζοντας ο ένας τον άλλον». Ο δρ Έλγουιν έδειχνε να ρουφάει όλες αυτές τις πληροφορίες για αρκετή ώρα. Και μετά, με μία φωνή που είχε χάσει τον προηγούμενο απόμακρο τόνο της και έκρυβε έναν ξεκάθαρο ενθουσιασμό, είπε: «Καθίστε, κύριε, ε, Χάρπερ. Θα ήθελα ν’ ακούσω κι άλλα».

Πηγαίνοντας προς την καρέκλα απέναντι από το μεγάλο τακτοποιημένο γραφείο του διευθυντή, ο Τζορτζ Χάρπερ ήταν κάπως προβληματισμένος. Δεν είχε κάνει και τίποτε ξεχωριστό. Χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο πήγαιναν στο ξενοδοχείο Έβερεστ, και το είκοσι πέντε τοις εκατό έφτανε στην κορυφή του βουνού. Πέρυ­σι άλλωστε είχε γίνει μία δημοφιλής παρουσίαση του δέκατου χιλιοστού τουρίστα που στάθηκε στην κορυφή του κόσμου. Μερικοί κυνικοί σχολίασαν την ιδιόμορ­φη συγκυρία το νούμερο δέκα χιλιάδες να είναι μια αρκετά γνωστή στάρλετ. Δεν υπήρχε κάποια επιπλέον πληροφορία να πει ο Χάρπερ στο δρα Έλγουιν από ό,τι θα μπορούσε πολύ εύκολα να βρει μόνος του οι; δεκάδες άλλες πηγές, όπως, για παράδειγμα, στα τουριστικά φυλλάδια. Όμως κανένας νεαρός και φι­λόδοξος επιστήμονας δεν θα έχανε την ευκαιρία να εντυπωσιάσει έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να κάνει τόσο πολλά για να βοηθήσει την καριέρα του. Ο Χάρ­περ δεν ήταν συμφεροντολόγος, ούτε είχε όρεξη να αναμειχθεί στα πολιτικά του γραφείου, ήξερε όμως να ξεχωρίζει μια καλή ευκαιρία όταν του παρουσιαζόταν. «Τα αεροπλάνα, δόκτορα, προσγειώνονται στη μικρή πόλη Νάμτσε, περίπου τριάντα δύο χιλιόμετρα μακριά από το βουνό» άρχισε να λέει, μιλώντας στην αρχή αργά, καθώς προσπαθούσε να τακτοποιήσει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του.

Μετά, το λεωφορείο σε πάει στο ξενοδοχείο από ένα δρόμο με μοναδική θέα στον παγετώνα Κούμπου. Το υψόμετρο είναι δεκαοκτώ χιλιάδες πόδια και υπάρχουν δωμάτια ρυθμισμένης πίεσης για όσους δυσκολεύονται ν’ αναπνεύσουν. Βέ­βαια, υπάρχει και ιατρικό προσωπικό, ενώ η διεύθυνση δεν δέχεται πελάτες που Λεν έχουν καλή φυσική κατάσταση. Πρέπει να μείνεις στο ξενοδοχείο τουλάχιστον δύο μέρες, με ειδική δίαιτα, πριν σε αφήσουν να ανέβεις πιο ψηλά.

Από το ξενοδοχείο δεν βλέπεις την κορυφή, γιατί βρίσκεται τόσο κοντά στο βουνό που νομίζεις ότι υψώνεται πάνα) από το κεφάλι σου. Αλλά η θέα είναι καταπληκτική. Μπορείς να δεις τη Λοτσέ και ακόμα καμιά δωδεκαριά άλλες κορυφές. Είναι και κάπως τρομαχτικό, ιδίως το βράδυ. Ο αέρας ουρλιάζει από ψηλά, ενώ θόρυβοι περίεργοι ακούγονται από τον πάγο που κινείται. Πολύ εύ­κολα φαντάζεσαι τέρατα να περιπλανιούνται στα βουνά…

Το ξενοδοχείο δεν προσφέρεται για δραστηριότητες. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ξεκουραστείς, να απολαύσεις τη θέα και να περιμένεις τους γιατρούς να σου δώσουν την άδεια. Παλιά χρειάζονταν βδομάδες για να εγκλι­ματιστεί κανείς στην αραιή ατμόσφαιρα. Τώρα μπορούν να κάνουν το αίμα σου να φτάσει το σωστό επίπεδο μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες. Παρ’ όλ’ αυτά, όμως, οι μισοί επισκέπτες, συνήθως οι μεγαλύτεροι, αποφασίζουν ότι αυτό το υψόμετρο τους αρκεί.

Το τι θα συμβεί στη συνέχεια εξαρτάται από την πείρα του καθενός και το χρηματικό ποσό που είναι σε θέση να διαθέσει. Μερικοί καλοί ορειβάτες νοι­κιάζουν οδηγούς και ανεβαίνουν στην κορυφή χρησιμοποιώντας κανονικό ορει­βατικό εξοπλισμό. Δεν είναι πολύ δύσκολο τώρα πια. Υπάρχουν καταφύγια σε στρατηγικά σημεία και οι περισσότερες ομάδες τα καταφέρνουν. Ο καιρός, ωστόσο, είναι πάντα ένα παιχνίδι τύχης… Κάθε χρόνο σκοτώνονται άνθρωποι.

Οι περισσότεροι τουρίστες ακολουθούν τον εύκολο δρόμο. Δεν επιτρέπεται να προσγειωθεί αεροπλάνο στο Έβερεστ, εκτός από περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, αλλά υπάρχει ένα καταφύγιο κοντά στην κορυφογραμμή Νούπτσε το οποίο εξυπηρετείται από ελικόπτερο του ξενοδοχείου. Από το καταφύγιο η κορυφή απέχει μόλις πέντε χιλιόμετρα περίπου μέσω του Νότιου Κολ και είναι μία εύκολη αναρρίχηση για κάποιον που βρίσκεται σε καλή φυσική κατάσταση και έχει μικρή πείρα στην ορειβασία. Ορισμένοι το κάνουν χωρίς συσκευή οξυγόνου, αλλά αυτό δεν συνιστάται. Εγώ φορούσα τη μάσκα μέχρι την κορυ­φή. Τότε την έβγαλα και ανακάλυψα ότι μπορούσα να αναπνεύσω χωρίς μεγάλη δυσκολία.

«Χρησιμοποίησες φίλτρα ή μπουκάλα οξυγόνου;»

«Μοριακά φίλτρα. Είναι πλέον πολύ αξιόπιστα και αυξάνουν τη συγκέντρωση οξυγόνου εκατό τοις εκατό. Έχουν κάνει την ορειβασία σε μεγάλο υψόμετρο πολύ πιο απλή. Κανείς δεν κουβαλάει συμπιεσμένο αέρα πια». «Πόσο καιρό κράτησε η αναρρίχηση;»

«Μία μέρα. Ξεκινήσαμε το πρωί και γυρίσαμε πριν από το σούρουπο. Αυτό θα ξάφνιαζε τους παλιούς. Βέβαια, ήμασταν ξεκούραστοι και δεν κουβαλούσαμε πολλά πράγματα. Δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στο δρόμο από το κατα­φύγιο και έχουν κάνει σκαλιά σε όλα τα δύσκολα σημεία. Όπως είπα, είναι εύκολο για κάποιον με καλή φυσική κατάσταση».

Τη στιγμή που επανέλαβε αυτές τις λέξεις ο Χάρπερ ευχήθηκε να είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Ήταν απίστευτο το ότι είχε ξεχάσει σε ποιον μιλούσε, αλλά ένιωσε τόσο έντονα το δέος και τον ενθουσιασμό της αναρρίχησης στο ψηλότε­ρο σημείο του κόσμου, που για μια στιγμή ξαναβρέθηκε πάνω στη μοναχική ανεμοδαρμένη κορυφή, ένα σημείο της Γης στο οποίο ο δρ Έλγουιν δεν θα στεκόταν ποτέ…

Αλλά ο επιστήμονας δεν έδειχνε να το έχει προσέξει – ή είχε συνηθίσει τόσο τις χαζές κουβέντες και την παντελή έλλειψη τακτ που δεν τον ενοχλούσαν πια. Γιατί, αναρωτήθηκε ο Χάρπερ, τον ενδιέφερε το Έβερεστ τόσο πολύ; Ίσως γιατί ήταν τόσο άπιαστο. Ίσως γιατί συμβόλιζε αυτό που είχε στερηθεί από το ατύχημα της γέννας.

Τώρα όμως, μόλις τρία χρόνια από τότε, 0 Τζορτζ Χάρπερ στεκόταν μόνο τριά­ντα μέτρα από την κορυφή και μάζευε τα μπόσικα του ορειβατικού σχοινιού, καθώς ο δόκτορας τον πλησίαζε. Δεν είχε ειπωθεί τίποτε, αλλά ήξερε ότι ο επι­στήμονας ήθελε να είναι ο πρώτος που θα έφτανε στην κορυφή. Του άξιζε αυτή η τιμή και ο νεαρός άντρας θα έκανε τα πάντα για να μην του τη στερήσει. «Όλα εντάξει;» ρώτησε, καθώς ο δρ Έλγουιν έφτασε δίπλα του. Η ερώτηση ήταν τελείως περιττή, αλλά ο Χάρπερ αισθάνθηκε έντονη την ανάγκη να προ­καλέσει τη μεγάλη μοναξιά που τους περιέβαλλε. Θα μπορούσαν να είναι οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο. Τίποτε μέσα στη λευκή αγριάδα των κορυφών δεν μαρτυρούσε την ύπαρξη του ανθρώπου.

Ο Έλγουιν δεν απάντησε, αλλά κούνησε αφηρημένα το κεφάλι, ενώ τα μάτια του, που γυάλιζαν, είχαν καρφωθεί στην κορυφή. Περπατούσε μ’ ένα αλλόκοτο δύσκαμπτο βήμα και περιέργως τα πόδια του άφηναν ένα αμυδρό αποτύπωμα στο χιόνι. Καθώς περπατούσε ακούστηκε ένας ανεπαίσθητος αλλά χαρακτηρι­στικός ήχος από το ογκώδες σακίδιο που κουβαλούσε στην πλάτη του. Στην πραγματικότητα το σακίδιο κουβαλούσε αυτόν, ή τουλάχιστον τα τρία τέ­ταρτα του βάρους του. Καθώς προχωρούσε αποφασιστικά καλύπτοντας τα τε­λευταία μέτρα αυτού του κάποτε ακατόρθωτου στόχου, ο δρ Έλγουιν και το σακίδιο του ζύγιζαν μόνο είκοσι πέντε κιλά. Αν ακόμα και αυτά ήταν πολλά, με το γύρισμα ενός κουμπιού το βάρος του μπορούσε να γίνει μηδενικό. Εδώ, ανάμεσα στα φεγγαροφώτιστα Ιμαλάια βρισκόταν το μεγαλύτερο μυστικό του εικοστού πρώτου αιώνα. Σε όλο τον κόσμο υπήρχαν μόνο πέντε τέτοιοι πειρα­ματικοί Αιωρητές Έλγουιν, και οι δύο από αυτούς βρίσκονταν εδώ, στο Έβερεστ. Παρ’ όλο που είχε ακούσει γι’ αυτούς πριν από δύο χρόνια και καταλάβαινε λί­γο τη βασική θεωρία, οι «Αιώρες», όπως τους είχαν βαφτίσει στο εργαστήριο, φάνταζαν μαγικές στον Χάρπερ. Οι μπαταρίες τους είχαν τόση ηλεκτρική ενέργεια όση θα χρειαζόταν για να ανυψωθεί ένα βάρος εκατόν δεκατριών κιλών στα δεκαέξι χιλιόμετρα, πράγμα που εξασφάλιζε μέγιστη ασφάλεια σε αυτή την αποστολή. Το ανεβοκατέβασμα μπορούσε να επαναληφθεί άπειρες φορές, γιατί οι μονάδες λειτουργούσαν αντίθετα από τη βαρύτητα της Γης. Στο ανέβασμα η μπαταρία άδειαζε. Στο κατέβασμα φόρτιζε και πάλι. Καθώς καμία μηχανική λειτουργία δεν είναι τέλεια, υπήρχε μια μικρή απώλεια ενέργειας σε κάθε κύκλο αλλά η διαδικασία μπορούσε να επαναληφθεί τουλάχιστον εκατό φορές πριν εξαντληθούν οι μονάδες.

Η αναρρίχηση στο βουνό με το μεγαλύτερο μέρος του βάρους εξουδετερωμένο ήταν μία απολαυστική εμπειρία. Η ρυμούλκηση προς τα πάνω τους έκανε να αισθάνονται ότι κρέμονται από αόρατα μπαλόνια που η άνωση τους μπορούσε να ρυθμιστεί κατά βούληση. Χρειάζονταν κάποιο βάρος για να έχουν «κράτη­μα» στο έδαφος. Έπειτα από μερικούς πειραματισμούς αποφάσισαν να το κρατήσουν στο είκοσι πέντε τοις εκατό. Έτσι, η ανάβαση σε μια πολύ απότομη πλαγιά ήταν εξίσου απλή με την πεζοπορία στο ίσιωμα. Κάμποσες φορές υποχρεώθηκαν να μειώσουν το βάρος τους σχεδόν στο μηδέν προκειμένου να αναρριχηθούν με τα χέρια στις κάθετες πλαγιές του βράχου. Αυτή ήταν η πιο παράξενη εμπειρία και έπρεπε να εμπιστευτούν απόλυτα τον εξοπλισμό. Για να κρεμαστεί κάποιος στον αέρα έχοντας την υποστήριξη ενός και μόνο κουτιού γεμάτου θορυβώδη ηλεκτρονικά χρειάζεται ισχυρή θέληση. Όμως ύστερα από λίγα λεπτά η αίσθηση της δύναμης και της ελευθερίας έδιω­ξε κάθε φόβο. Ουσιαστικά αυτή ήταν η πραγματοποίηση ενός από τα πιο πα­λιά οράματα του ανθρώπου.

Πριν από μερικές εβδομάδες ένας υπάλληλος της βιβλιοθήκης είχε βρει ένα ποιητικό απόσπασμα που χρονολογούνταν στις αρχές του εικοστού αιώνα και περιέγραφε το κατόρθωμα τους με ακρίβεια: «Ν’ αρμενίζεις με ασφάλεια στον ανελέητο ουρανό». Ακόμη και τα πουλιά δεν είχαν ποτέ αυτή την ελευ­θερία της τρίτης διάστασης. Αυτή ήταν η πραγματική κατάκτηση του διαστή­ματος. Ο Αιωρητής θα άνοιγε το δρόμο για τα βουνά και τα ψηλά σημεία του πλανήτη, όπως πριν είχε κάνει η φιάλη κατάδυσης για τους ωκεανούς. Από τη στιγμή που τέτοιου είδους συσκευές περάσουν το στάδιο των δοκιμών και αρ­χίσουν να παράγονται χωρίς μεγάλο κόστος, κάθε πλευρά του ανθρώπινου πολιτισμού αλλάζει. Το ταξίδι στο διάστημα δεν θα είναι πιο ακριβό από ό,τι μια κανονική πτήση. Όλη η ανθρωπότητα θα σηκωθεί στον αέρα. Οι αλλαγές που προκάλεσε πριν από εκατό χρόνια η εφεύρεση του αυτοκινήτου ήταν μό­νο μία μικρή γεύση από τις τρομερές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που θα συμβούν τώρα.
Αλλά ο Χάρπερ ήταν σίγουρος ότι ο δρ Έλγουιν δεν σκεφτόταν τίποτε απ’ όλα αυτά τούτη τη μοναχική στιγμή θριάμβου. Αργότεροι θα δεχόταν την επιδοκι­μασία του κόσμου – ίσως και τις κατάρες του. Δεν θα είχαν όμως τόση σημα­σία όση το γεγονός ότι στεκόταν στο ψηλότερο σημείο της Γης. Όλα τ’ άλλα θα είχαν μια φθίνουσα πορεία.

Όταν ο Χάρπερ ήρθε δίπλα στον επιστήμονα πάνω στην πατημένη κορυφή της πυραμίδας, αντάλλαξαν μία κάπως επίσημη χειραψία, γιατί τους φάνηκε σω­στό εκείνη τη στιγμή. Δεν είπαν όμως τίποτε. Η έκσταση του κατορθώματος τους και το πανόραμα από κορυφές που ξεδιπλωνόταν όσο μακριά μπορούσε να δει το μάτι και προς κάθε κατεύθυνση τους είχαν αφήσει άλαλους. Ο Χάρπερ ξεκουράστηκε κρεμασμένος πάνω στην εξάρτηση του και κοίταξε τον ουρανό. Καθώς τους αναγνώριζε, άρχισε να απαριθμεί από μέσα του τα ονόματα των γιγάντων τριγύρω: Μάκαλου, Λοτσέ, Μπαρούντσε, Τσο Γκιου, Καντσεντζούνγκα… Ακόμα και σήμερα πολλές από αυτές τις κορυφές δεν έχουν πατηθεί από άνθρωπο. Αλλά οι Αιώρες σύντομα θα το αλλάξουν αυτό. Πολλοί βέβαια θα διαφωνήσουν. Όμως και παλιά, τον εικοστό αιώνα, πολλοί ορειβάτες πίστευαν ότι η χρήση οξυγόνου ήταν σαν κλεψιά. Ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ακόμα και ύστερα από βδομάδες εγκλιματισμού υπήρξαν άνθρωποι που κάποτε προσπάθησαν ν’ ανέβουν σε αυτό το ύψος χωρίς καμία τε­χνητή βοήθεια. Ο Χάρπερ θυμήθηκε τους Μάλορι και Ιρβάιν, των οποίων τα κου­φάρια δεν βρέθηκαν ποτέ και ίσως να βρίσκονταν ένα μίλι από αυτό το σημείο. Πίσω του ο δρ Έλγουιν καθάρισε το λαιμό του.

«Πάμε, Τζορτζ» είπε σιγανά, με φωνή πνιχτή από το φίλτρο οξυγόνου. «Πρέπει να γυρίσουμε πριν αρχίσουν να μας ψάχνουν». Με ένα σιωπηρό αντίο σε όλους όσοι είχαν σταθεί εκεί πριν από αυτούς γύρι­σαν την πλάτη στην κορυφή και άρχισαν να κατεβαίνουν την ομαλή πλαγιά. Η λαμπερή μέχρι εκείνη τη στιγμή νύχτα είχε αρχίσει να γίνεται πιο σκοτεινή. Μερικά μακρινά σύννεφα γλιστρούσαν γρήγορα μπροστά από το φεγγάρι κά­νοντας το να… αναβοσβήνει με τρόπο που τους δυσκόλευε να δουν το δρόμο. Στον Χάρπερ δεν άρεσε η αλλαγή του καιρού και άρχισε να αναθεωρεί νοερά τα σχέδια τους. Ίσως έπρεπε ν’ αναζητήσουν καταφύγιο στο Νότιο Κολ και όχι να προσπαθήσουν να γυρίσουν στο ξενοδοχείο. Δεν είπε τίποτε όμως στο δρα Έλγουιν, γιατί δεν ήθελε να τον ανησυχήσει χωρίς λόγο. Τώρα περπατούσαν πάνω στην απόκρημνη άκρη του βράχου. Από τη μια πλευρά ήταν θεοσκότεινα, ενώ από την άλλη η χιονισμένη πλαγιά αντανακλούσε ένα αμυ­δρό φως. Φρικτό μέρος να παγιδευτεί κανείς με θύελλα, σκεφτόταν ο Χάρπερ. Δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη του και ξέσπασε θύελλα. Μια ρι­πή ανέμου ήρθε από το πουθενά και το βουνό λες και συγκρατούσε τη δύναμη του γι’ αυτή τη στιγμή. Δεν είχαν χρόνο ν’ αντιδράσουν. Ακόμα κι αν είχαν το κανονικό τους βάρος, πάλι θα τους παρέσυρε ο άνεμος. Μέσα σε δευτερόλε­πτα τους είχε πετάξει στη σκοτεινή πλευρά.

Ήταν αδύνατον να υπολογίσουν το βάθος από κάτω τους. Όταν ο Χάρπερ πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει κάτω, δεν μπορούσε να δει τίποτε. Παρ’ όλο που ο αέρας τον παρέσυρε σχεδόν οριζόντια, ήξερε ότι στην πραγματικότητα έπεφτε. Το υπόλοιπο βάρος του θα τον οδηγούσε προς τα κάτω, στο ένα τέταρτο της κα­νονικής ταχύτητας. Το να έπεφταν από ύψος τεσσάρων χιλιάδων ποδιών και να είχαν την αίσθηση ότι πέφτουν από τα χίλια δεν θα τους παρηγορούσε και πολύ. Δεν είχε χρόνο να φοβηθεί -αυτό θα του συνέβαινε αργότερα, αν επιζούσε-και το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν ότι ο πανάκριβος Αιωρητής μπορεί να καταστρεφόταν. Είχε ξεχάσει τελείως το σύντροφο” του, γιατί σε τέτοιες κρίσι­μες ώρες το μυαλό επεξεργάζεται μόνο μία σκέψη τι\ φορά. Το ξαφνικό τρά­βηγμα του νάιλον σχοινιού τον γέμισε με απορία και ανησυχία. Τότε είδε το δρα Έλγουιν να κινείται γύρω του αργά, σαν πλανήτης γύρω από τον Ήλιο. Το θέαμα αυτό τον επανέφερε στην πραγματικότητα και συνειδητοποίησε τι έπρεπε να γίνει. Η παράλυση του δεν πρέπει να κράτησε πάνω από ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. «Δόκτωρ! Χρησιμοποιήστε την ανύψωση έκτακτης ανάγκης!» Καθώς μιλούσε πάλευε να βρει την ασφάλεια στο δικό του μηχανισμό ελέγχου. Έσκισε το κάλυμμα και πάτησε το κουμπί.

Αμέσως το σακίδιο άρχισε να βουίζει σαν αγριεμένο μελίσσι. Αισθάνθηκε τους ιμάντες να τραβάνε το σώμα του, καθώς το σακίδιο προσπαθούσε να τον σηκώσει προς τον ουρανό, μακριά από τον αόρατο θάνατο που έχασκε από κάτω. Η απλή αριθμητική της βαρύτητας της Γης άστραψε στο μυαλό του σαν να ήταν γραμμένη με φωτιά. Ένα κιλοβάτ μπορούσε να σηκώσει εκατό κιλά για ένα μέτρο ανά δευτερόλεπτο και ο εξοπλισμός τους μπορούσε να μετατρέ­ψει ενέργεια στο ρυθμό των δέκα κιλοβάτ, αλλά αυτό δεν μπορούσε να κρατή­σει περισσότερο από ένα λεπτό. Έτσι, αν αφαιρούνταν το αρχικό μειωμένο βάρος θα έπρεπε να σηκωθεί πάνω από εκατό πόδια το δευτερόλεπτο. Το σχοινί τεντώθηκε προκαλώντας ένα βίαιο τράνταγμα. Ο δρ Έλγουιν, αν και είχε αργήσει να πατήσει το κουμπί έκτατης ανάγκης, ανέβαινε κι εκείνος. Θα είχαν έναν αγώνα ανάμεσα στην ανυψωτική ισχύ του εξοπλισμού τους και τον αέρα που τους οδηγούσε προς την παγωμένη πλαγιά του Λοτσέ, που τώρα απείχε μόλις τριακόσια μέτρα περίπου. Ένα τείχος από χιονισμένα βράχια ορθωνόταν από πάνω τους κάτω από το
φως του φεγγαριού, σαν κύμα που είχε πετρώσει. Ήταν αδύνατον να υπολογί­σουν την ταχύτητα τους με ακρίβεια, αλλά δεν πρέπει να ταξίδευαν με λιγότε­ρο από πενήντα μίλια την ώρα. Ακόμα και αν επιβίωναν από την πρόσκρουση, δεν είχαν καμία ελπίδα να επιζήσουν χωρίς τραυματισμούς. Και σε αυτή την περίπτωση τραυματισμός ίσον θάνατος.
Τότε και ενώ όλα έδειχναν ότι η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, το ρεύμα του αέρα στράφηκε προς τον ουρανό και τους πήρε μαζί του. Πέρασαν δέκα μέτρα πάνω από την κορυφογραμμή. Έμοιαζε με θαύμα, αλλά έπειτα από ένα λεπτό ανακούφισης ο Χάρπερ κατάλαβε ότι αυτό που τους είχε σώσει ήταν απλή αε­ροδυναμική. Ο αέρας έπρεπε να έχει ανοδική κατεύθυνση για να περάσει πάνω από το βουνό. Καθοδική θα είχε από την άλλη πλευρά. Αυτό όμως δεν είχε σημασία πια, γιατί ο ουρανός μπροστά τους ήταν άδειος. Τώρα ταξίδευαν ήρεμα κάτω από αραιά σύννεφα. Η ταχύτητα τους δεν είχε ελαττωθεί αλλά το ουρλιαχτό του αέρα είχε σταματήσει, αφού ταξίδευαν μαζί του στο κενό. Μπορούσαν ακόμα και να κουβεντιάσουν άνετα, αφού μόνο δέ­κα μέτρα τους χώριζαν. «Δρ Έλγουιν, είστε καλά;» φώναξε ο Χάρπερ.

«Ναι, Τζορτζ» είπε ο επιστήμονας με μεγάλη ηρεμία. «Και τώρα τι κάνουμε;» «Πρέπει να σταματήσουμε να ανεβαίνουμε. Αν πάμε πιο ψηλά, δεν θα μπο­ρούμε να αναπνεύσουμε, ακόμα και με τα φίλτρα». «Έχεις δίκιο. Ας γυρίσουμε πάλι στην ισορροπία».
Το θυμωμένο βουητό των σακιδίων σταμάτησε και αντικαταστάθηκε από ένα σιγανό ηλεκτρικό μουρμουρητό, καθώς σταμάτησαν τα κυκλώματα έκτακτης ανάγκης. Για μερικά λεπτά ανεβοκατέβαιναν σαν γιογιό στο νάιλον σχοινί, μια ο ένας πάνω, μια ο άλλος, μέχρι να καταφέρουν να έρθουν σε λογαριασμό. Όταν τελικά σταθεροποιήθηκαν, πετούσαν στα τριάντα χιλιάδες πόδια περί­που. Δεν διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο, εκτός αν χαλούσαν οι Αιώρες, που ήταν πιθανόν μετά την υπερφόρτιση. Τα προβλήματα θα άρχιζαν όταν θα προσπαθούσαν να κατέβουν στη Γη. Κανένας άνθρωπος στην ιστορία δεν είχε δει πιο περίεργο ξημέρωμα. Παρ’ όλο που ήταν κουρασμένοι και μουδιασμένοι και κρύωναν και ο στεγνός αραιός αέρας δυσκόλευε κάθε αναπνοή τους, ξέχασαν όλες τις κακουχίες καθώς το πρώτο αχνό φως απλώθηκε πάνω στον αιχμηρό ανατολικό ορίζοντα. Τα αστέρια ξεθώριαζαν ένα ένα. Το τελευταίο που εξαφανίστηκε ελάχιστα λε­πτά πριν από την αυγή ήταν ο πιο λαμπερός διαστημικός σταθμός, ο Ειρηνικός Νούμερο Τρία, ο οποίος αιωρείται τριάντα πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα πάνω από τη Χαβάη. Έπειτα ο ήλιος σηκώθηκε πάνω από αμέτρητες κορυφές και ξημέρωσε στα Ιμαλάια.

Ήταν σαν να παρακολουθείς την ανατολή από τη Σελήνη. Στην αρχή μόνο στα πιο ψηλά βουνά σκαρφάλωναν οι ηλιαχτίδες, ενώ οι γύρω κοιλάδες-παρέμεναν πνιγμένες σε μελανές σκιές. Σιγά σιγά όμως το φως γλίστρησε στις βραχώδεις πλαγιές και όλο και περισσότερες εκτάσεις αυτής της αφιλόξενης γης συναντού­σαν την καινούργια μέρα.

Τώρα, αν κοίταζες προσεκτικά, μπορούσες να διακρίνεις ίχνη ανθρώπινης ζωής. Στενοί δρόμοι, λεπτές κολόνες καπνού από απομονωμένα χωριά, λαμπυρίσματα από αντανακλάσεις φωτός σε στέγες μοναστηριών… Ο κόσμος κάτω ξυπνούσε, αγνοώντας πλήρως την ύπαρξη των δύο θεατών που ήταν τόσο μαγι­κά τοποθετημένοι δεκαπέντε χιλιάδες πόδια πιο ψηλά. Τη νύχτα ο άνεμος πρέπει ν’ άλλαξε διεύθυνση πολλές φορές και ο Χάρπερ δεν είχε ιδέα πού βρίσκονταν. Δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει κανένα σημάδι. Μπορεί να ήταν οπουδήποτε μεταξύ του Νεπάλ και του Θιβέτ σε ακτίνα οκτακοσίων χιλιομέτρων.
Το άμεσο πρόβλημα ήταν η επιλογή ενός σημείου προσγείωσης, και μάλιστα σύντομα, γιατί κατευθύνονταν με μεγάλη ταχύτητα προς ένα σύμπλεγμα κορυφών και παγετώνων όπου θα ήταν αδύνατον να βρουν βοήθεια. () άνεμος τους πήγαινε βορειοανατολικά, προς την Κίνα. Αν πλανάρανε πάνω από τα βουνά και προσγειώ­νονταν εκεί, θα περνούσαν βδομάδες μέχρι να έρθουν σε επαφή με κάποιο από τα Κέντρα Αντιμετώπισης της Πείνας των Ηνωμένων Εθνών και να βρουν το δρόμο της επιστροφής. Ίσως να έβαζαν σε κίνδυνο και την ίδια τους τη ζωή, αν προσγειώ­νονταν σε μία αγροτική περιοχή με αμόρφωτο πληθυσμό, γεμάτο δεισιδαιμονίες. «Καλύτερα να κατέβουμε γρήγορα» είπε ο Χάρπερ «δεν μου αρέσουν αυτά τα βουνά». Τα λόγια του ήταν σαν να έπεσαν στο κενό που τους περιέβαλλε. Αν και ο δρ Έλγουιν ήταν μόνο τρία μέτρα μακριά, ήταν εύκολο να φανταστεί ότι ο σύντροφος του δεν μπορούσε ν’ ακούσει τίποτε από όσα είπε. Τελικά όμως ο δόκτωρ έγνεψε καταφατικά, αλλά με κάποιο δισταγμό. «Φοβάμαι πως έχεις δίκιο, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να τα κατα­φέρουμε με αυτό τον αέρα. Μην ξεχνάς ότι δεν μπορούμε να κατέβουμε όσο γρήγορα μπορούμε ν’ ανέβουμε».

Κι έτσι ήταν. Οι μπαταρίες μπορούσαν να φορτιστούν στο ένα δέκατο του χρό­νου που άδειασαν. Αν έχαναν ύψος και χρειαζόταν να τις ενισχύσουν με ενέρ­γεια βαρύτητας, ίσως να υπερθερμαίνονταν τα κελιά και ίσως να κατέληγαν να εκραγούν. Οι έκπληκτοι Θιβετιανοί (ή Νεπαλέζοι) θα νόμιζαν ότι εξερράγη κά­ποιο; μεγάλος μετεωρίτης στον ουρανό και κανείς δεν θα μάθαινε τι ακριβώς συνέβη στο δρα Ιούλιο Έλγουιν και στον πολλά υποσχόμενο νεαρό βοηθό του. Πέντε χιλιάδες πόδια πάνω από το έδαφος ο Χάρπερ περίμενε την έκρηξη από στιγμή σε στιγμή. Κατέβαιναν γρήγορα, αλλά όχι αρκετά γρήγορα. Σύντομα θα έπρεπε να επιβραδύνουν για να μην προσγειωθούν με μεγάλη ταχύτητα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχαν πέσει τελείως έξω στους υπολογισμούς τους για την ταχύτητα του αέρα στο έδαφος. Αυτός ο αναθεματισμένος, απρόβλεπτος άνεμος θα κατέληγε σε θύελλα για άλλη μια φορά. Μπορούσαν να διακρίνουν τους χιονοστρόβιλους πάνω από τις κορυφογραμμές ν’ ανεμίζουν σαν απόκο­σμες, σημαίες κάτω από τα πόδια τους. Όσο ταξίδευαν με τον άνεμο, δεν είχαν αίσθηση της ταχύτητας του. Τώρα όμως έπρεπε πάλι να κάνουν το επικίνδυνο πέρασμα από το βράχο στον ουρανό.

Το ρεύμα του αέρα τους οδηγούσε κατευθείαν στην είσοδο του φαραγγιού. Δεν υπήρχε περίπτωση να κινηθούν πάνω από αυτό. Είχαν πια εγκλωβιστεί και έπρεπε να βρουν το πιο κατάλληλο σημείο προσγείωσης. Το φαράγγι όλο και στένευε. Τώρα ήταν λίγο πιο μεγάλο από μια κάθετη σχισμή και οι τοίχοι από βράχους περνούσαν δίπλα τους με πενήντα, πενήντα πέντε χι­λιόμετρα την ώρα, Ο στρόβιλος συχνά τους πήγαινε προς τα δεξιά και μετά προς τ’ αριστερά και πολλές φορές απέφυγαν τη σύγκρουση για ένα δύο μέτρα. Μία φορά, καθώς παρασύρονταν μόλις μερικά μέτρα πάνω από ένα μεγάλο φρύδι σκεπασμένο με πυκνό χιόνι, ο Χάρπερ μπήκε στον πειρασμό να απελευθερώσει τον Αιωρητή. Αλλά αν έκανε κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν να πηδούσε από το τηγάνι στη φωτιά, γιατί μπορεί να βρίσκονταν πάλι σε στερεό έδαφος, αλλά θα ήταν παγιδευμένοι ποιος ξέρει πόσα μίλια μακριά από κάθε πιθανή βοήθεια. Αλλά ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, μπροστά στον καινούργιο κίνδυνο, δεν φοβό­ταν πολύ. Η όλη κατάσταση έμοιαζε με ένα συναρπαστικό όνειρο. Σύντομα θα ξυπνούσε ασφαλής στο κρεβάτι του. Δεν ήταν δυνατόν να βιώνει αυτή την καταπληκτική περιπέτεια…

«Τζορτζ! Να η ευκαιρία μας, μπορούμε να αρπάξουμε εκείνο το βράχο!» φώναξε ο δόκτωρ.

Έπρεπε να αντιδράσουν σε δευτερόλεπτα. Αμέσως άρχισαν να κουνούν το νάιλον σχοινί, μέχρι που κρεμάστηκε σαν γιγάντια θηλιά από κάτω τους και το χαμηλότερο σημείο του σχεδόν ακουμπούσε στο έδαφος. Μπροστά τους ορθω­νόταν ένας μεγάλος βράχος, γύρω (πα επτά μέτρα ύψος. Πίσω από αυτόν μια πλατιά έκταση καλυμμένη με χιόνι υποσχόταν μια σχετικά ομαλή προσγείωση. Το σχοινί έγλειφε τις χαμηλότερες καμπύλες του βράχου κι ενώ φαινόταν ότι θα γλιστρούσε, μάγκωσε σε μια προεξοχή. Ο Χάρπερ αισθάνθηκε ένα απότο­μο τράβηγμα. Εκτινάχθηκε σαν πέτρα από σφεντόνα. Ποτέ δεν θα πίστευα ότι το χιόνι μπορεί να είναι ι όσο σκληρό, μονολόγησε. Αμέσως έγινε μια εντυπωσιακή έκρηξη φωτός· μετά τίποτε.

Βρισκόταν πίσω, στο πανεπιστήμιο, στην αίθουσα διαλέξεων. Μιλούσε ένας από τους καθηγητές κι η φωνή του, αν και γνώριμη, δεν έμοιαζε να ανήκει εκεί. Μισοκοιμισμένος και άκεφος άρχισε ν’ απαριθμεί τα ονόματα των καθη­γητών του πανεπιστημίου. Σίγουρα δεν ήταν κάποιος από αυτούς. Κι όμως, αυ­τή η φωνή, που έμοιαζε να κάνει διάλεξη σε κάποιον, του ήταν τόσο οικεία.

«…Ήμουν ακόμα πολύ νέος όταν κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη Θε­ωρία της Βαρύτητας του Αϊνστάιν. Συγκεκριμένα, το λάθος πρέπει να βρισκόταν στον Κανόνα της Ισοδυναμίας. Σύμφωνα με αυτόν, δεν υπήρχε τρόπος να ξεχω­ρίσει κανείς τα αποτελέσματα της βαρύτητας από αυτά της επιτάχυνσης. »Αλλά αυτό σαφώς είναι λάθος. Μπορούμε να δημιουργήσουμε ομαλή επιτά­χυνση. Αλλά ένα ομαλό βαρυτικό πεδίο είναι αδύνατο, αφού υπακούει σε ένα νόμο αντίστροφου τετραγώνου και έτσι διαφοροποιείται ακόμα και σε πολύ μικρές αποστάσεις. Είναι λοιπόν εύκολο να επινοήσουμε πειράματα που να διαχωρίζουν τις δύο περιπτώσεις και αυτό με έκανε να αναρωτηθώ αν…»

Οι λέξεις που διατυπώνονταν χαμηλόφωνα δεν εντυπωσίασαν τον Χάρπερ πε­ρισσότερο από μία ξένη γλώσσα. Μέσα στη θολούρα του αντιλαμβανόταν ότι έπρεπε να τα καταλαβαίνει όλα αυτά, αλλά του ήταν πολύ δύσκολο να τα ερ­μηνεύσει. Έτσι και αλλιώς, το πρώτο που έπρεπε να κάνει ήταν ν’ αποφασίσει πού βρισκόταν.

Αν και δεν είχε κάποιο πρόβλημα με την όραση του, βρισκόταν σε πλήρες σκοτάδι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και η προσπάθεια αυτή του προκάλεσε τέτοιον πονοκέφαλο, που ούρλιαξε. «Τζορτζ! Είσαι καλά;»
Μα βέβαια! Αυτή ήταν η φωνή του δρα Έλγουιν που ακουγόταν μες στο σκοτάδι. Αλλά σε ποιον μιλούσε;
«Έχω έναν τρομερό πονοκέφαλο. Και πονάει η μία μου πλευρά όταν προσπα­θώ να κουνηθώ. Τι έγινε; Γιατί είναι σκοτεινά;»
«Έπαθες διάσειση και νομίζω ότι έχεις σπάσει ένα πλευρό. Μη μιλάς άσκοπα. Όλη μέρα είχες χάσει τις αισθήσεις σου. Είμαστε μέσα στη σκηνή. Κάνω οικο­νομία στις μπαταρίες μας».

Όταν ο δρ Έλγουιν άναψε το φακό, το φως ήταν εκτυφλωτικό και ο Χάρπερ είδε τα τοιχώματα της μικροσκοπικής σκηνής. Τι καλά που είχαν μαζί τους πλήρη ορειβατικό εξοπλισμό για την περίπτωση που παγιδεύονταν στο Έβερεστ. Αλλά ίσως αυτό να παρέτεινε την αγωνία τους…

Του έκανε εντύπωση που ο ανάπηρος επιστήμονας είχε καταφέρει μόνος του να ξεπακετάρει όλο τον εξοπλισμό τους, να στήσει τη σκηνή και να τον τραβή­ξει μέσα. Όλα ήταν τακτικά απλωμένα γύρω τους: το κουτί πρώτων βοηθειών, οι κονσέρβες, τα δοχεία νερού, οι μικροί κόκκινοι κύλινδροι αερίου για το καμινέτο. Το μόνο που έλειπε ήταν οι ογκώδεις Αιωρητές. Μάλλον είχαν αφεθεί έξω για εξοικονόμηση χώρου.
«Μιλάγατε σε κάποιον όταν ξύπνησα ή έβλεπα όνειρο;» ρώτησε ο Χάρπερ. Ι Παρ’ όλο που ο φωτισμός δεν του επέτρεπε να ξεχωρίσει την έκφραση του προσώπου του, κατάλαβε ότι ο Έλγουιν ντράπηκε. Ήξερε γιατί και ευχήθηκε να μην είχε ρωτήσει.
Ο επιστήμονας δεν πίστευε πως θα επιβίωναν. Μαγνητοφωνούσε τις σημειώσεις του για την περίπτωση που κάποτε θα έβρισκαν τα πτώματα τους. Ο Χάρπερ αναρωτήθηκε αν είχε ήδη κάνει τη διαθήκη του. Άλλαξε θέμα πριν προλάβει να απαντήσει ο Έλγουιν. «Φωνάξατε την ομάδα διάσωσης;»

«Προσπαθώ κάθε μισή ώρα, αλλά παρεμβάλλονται τα βουνά. Εγώ μπορώ να τους ακούσω, όμως εκείνοι δεν ακούν εμάς».
Ο δρ Έλγουιν πήρε το μικρό πομποδέκτη που είχε βγάλει από την κανονική του θέση και τον άναψε.
«Εδώ Ομάδα Διάσωσης Τέσσερα, ακούμε» είπε μια σιγανή μηχανική φωνή. «Ακούμε».
Στα πέντε δευτερόλεπτα παύσης που μεσολάβησαν ο Έλγουιν πάτησε το κου­μπί SOS και περίμενε.
«Εδώ Ομάδα Διάσωσης Τέσσερα, σας ακούμε».

Περίμεναν ένα ολόκληρο λεπτό, αλλά δεν ήρθε επιβεβαίωση λήψης της κλήσης τους. Είναι πολύ αργά πια για να επιρρίψουμε ευθύνες ο ένας στον άλλον, σκέ­φτηκε με λύπη ο Χάρπερ. Όσο πλανάρανε πάνω από τα βουνά είχαν συζητήσει αν θα έπρεπε να καλέσουν την παγκόσμια υπηρεσία διάσωσης, Τελικά αποφά­σισαν να μην το κάνουν και επειδή δεν είχε νόημα όσο ήταν στον αέρα και για ν’ αποφύγουν τη δημοσιότητα που σίγουρη θα ακολουθούσε. Ήταν εύκολο να γίνει κανείς προφήτης εκ των υστέρων. Ποιος φανταζόταν ότι θα προσγειώνο­νταν σ’ ένα από τα ελάχιστα μέρη που δεν κάλυπταν οι ομάδες διάσωσης; Ο δρ Έλγουιν έσβησε τον πομποδέκτη και ο μόνος ήχος στη μικρή σκηνή ήταν το ανεπαίσθητο μουρμουρητό του αέρα στους τοίχους του βουνού που τους εί­χαν διπλά παγιδεύσει. Ούτε να φύγουν μπορούσαν ούτε να επικοινωνήσουν με τον υπόλοιπο κόσμο.
«Μην ανησυχείς» είπε τελικά. «Το πρωί κάτι θα σκεφτούμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε μέχρι το ξημέρωμα εκτός από το να βρούμε μια αναπαυτική θέση. Πιες λίγη ζεστή σούπα».
Μερικές ώρες αργότερα ο πονοκέφαλος του Χάρπερ είχε περάσει. Υποψιαζό­ταν ότι είχε σπάσει ένα πλευρό, αλλά είχε βρει μια στάση που, όσο δεν κου­νιόταν, ήταν αναπαυτική και έτσι ήταν ήρεμος.
Είχε περάσει από διαδοχικές φάσεις απόγνωσης και θυμού εναντίον του δρα Έλγουιν και εναντίον του εαυτού του γιατί ανακατεύτηκε σε ένα τέτοιο τρελό τόλμημα. Τώρα είχε ηρεμήσει, αλλά έψαχνε τρόπους διαφυγής και έτσι δεν μπορούσε να κοιμηθεί.

Έξω από τη σκηνή ο αέρας είχε σχεδόν σταματήσει και η νύχτα ήταν ήσυχη. Δεν ήταν πλέον τελείως σκοτεινά γιατί είχε βγει το φεγγάρι. Παρ’ όλο που οι ακτίνες του δεν έφταναν μέχρι εκεί κάτω, λογικά θα υπήρχε κάποια αντανάκλαση στο χιόνι από πάνω. Ο Χάρπερ διέκρινε μια ιδέα φωτός που περνούσε μέσα από τα ημιδιαφανή θερμομονωτικά τοιχώματα της σκηνής.
Κατ’ αρχάς, είπε στον εαυτό του, δεν βρισκόμαστε σε άμεσο κίνδυνο. Τα τρό­φιμα θα έφταναν για μία βδομάδα. Υπήρχε άφθονο χιόνι που μπορούσαν να λιώσουν για να έχουν νερό. Αν σε μια δύο μέρες ανάρρωνε, θα μπορούσαν να απογειωθούν και πάλι, και αυτή τη φορά, ήλπιζε, με καλύτερα αποτελέσματα. Από κάπου κοντά ακούστηκε ένας παράξενος υπόκωφος γδούπος που προβλημάτισε τον Χάρπερ, μέχρι που κατάλαβε ότι ένας όγκος χιονιού πρέπει να είχε πέσει από ψηλά. Η νύχτα ήταν πια τόσο ήσυχη που σχεδόν φανταζόταν ότι άκουγε τον ήχο της καρδιάς του. Κάθε αναπνοή του κοιμισμένου συντρόφου του ακουγόταν αφύσικα δυνατά.

Σκέφτηκε πόσο περίεργο είναι που αποσπάται το μυαλό με ασήμαντα πράγματα και άρχισε πάλι να σκέφτεται το πρόβλημα της επιβίωσης. Ακόμα κι αν εκείνος δεν ήταν σε θέση να κουνηθεί, θα μπορούσε ο δόκτωρ να επιχειρήσει την πτήση μόνος του, καθώς είχε τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας. Ακούστηκε άλλος ένας υπόκωφος ήχος, αυτή τη φορά λίγο πιο δυνατός. Είναι περίεργο, σκέφτηκε ο Χάρπερ, που κουνιέται το χιόνι, ενώ επικρατεί άπνοια αυτή την κρύα νύχτα. Ήλπιζε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος κατολίσθησης. Καθώς δεν είχε προλάβει να σχηματίσει καθαρή εικόνα για το σημείο όπου είχαν προ­σγειωθεί, δεν μπορούσε να αξιολογήσει τον κίνδυνο. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ξυπνήσει το δόκτορα, ο οποίος λογικά θα είχε δει την τοποθεσία πριν σηκώ­σει τη σκηνή. Μετά όμως με φαταλιστική διάθεση απέρριψε την ιδέα. Αν έπεφτε χιονοστιβάδα, δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να γλιτώσουν.

Πίσω στο αρχικό πρόβλημα. Υπήρχε μια ενδιαφέρουσα λύση που άξιζε να εξεταστεί. Θα μπορούσαν να δέσουν τον πομπό σε μία από τις Αιώρες και να τη σηκώ­σουν. Το σήμα θα γινόταν αντιληπτό μόλις ο μηχανισμός θα έβγαινε από το φαράγγι και η ομάδα διάσωσης θα τους έβρισκε μέσα σε λίγες ώρες ή μέρες, το πολύ. Βέβαια, θα έπρεπε να θυσιάσουν μία από τις Αιώρες και αν τελικά η επιχεί­ρηση ναυαγούσε, θα βρίσκονταν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Αλλά και πάλι… Τι ήταν αυτό; Δεν ήταν ο υπόκωφος ήχος του μαλακού χιονιού. Ήταν ένα ανε­παίσθητο αλλά ξεκάθαρο «κλικ», σαν βότσαλο που πέφτει πάνω σ’ ένα άλλο. Και τα βότσαλα δεν κουνιούνται μόνα τους.

Φαντάζεσαι πράγματα, σκέφτηκε ο Χάρπερ. Η σκέψη ότι κάποιος ή κάτι περ­πατούσε μέσα στη νύχτα σε ένα από τα ψηλά περάσματα των Ιμαλαΐων ήταν εντελώς γελοία. Αλλά το στόμα του ξεράθηκε και ένιωσε τις τρίχες να σηκώ­νονται στο σβέρκο του. Κάτι είχε ακούσει και δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Στο διάβολο η αναπνοή του δόκτορα. Ήταν τόσο δυνατή που δεν τον άφηνε να ακούσει θορύβους απέξω. Μήπως αυτό σήμαινε ότι ο δρ Έλγουιν, παρ’ όλο που κοιμόταν, είχε αντιληφθεί κάτι με το πάντα άγρυπνο υποσυνείδητο του; Άρχισε πάλι να έχει τις φαντασιώσεις … Κλικ.

Σαν να ήταν πιο κοντά. Σίγουρα ήρθε από άλλη κατεύθυνση. Ήταν σαν κάτι να κινείται σχεδόν αθόρυβα γύρω από τη σκηνή.
Εκείνη τη στιγμή ο Χάρπερ ευχήθηκε να μην είχε ακούσει ποτέ για το Χιονάν­θρωπο των Ιμαλαΐων. Η αλήθεια είναι ότι γνώριζε ελάχιστα γι’ αυτό το θέμα, αλλά και αυτά τα λίγα ήταν πάρα πολλά,

Θυμήθηκε ότι ο Γέτι, όπως τον λένε οι Νεπαλέζοι, ήταν ένας μύθος των Ιμα­λαΐων για περισσότερα από εκατό χρόνια1 ένα επικίνδυνο τέρας μεγαλύτερο από τον άνθρωπο, που ποτέ κανείς δεν το έπιασε, ούτε το φωτογράφισε ούτε μπόρεσε να το περιγράψει. Οι περισσότεροι Δυτικοί πίστευαν ότι είναι ένα πλάσμα της φαντασίας και δεν πείστηκαν ούτε από τα ελάχιστα ίχνη στο χιόνι ούτε από τα κομμάτια δέρματος που συντηρούνται, σε μυστηριώδη μοναστήρια. Οι νομαδικές φυλές του βουνού όμως είχαν αντίθετη άποψη. Και τώρα ο Χάρ­περ φοβόταν πως είχαν δίκιο.
Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ακούστηκε τίποτε και οι φόβοι του άρχισαν να υποχωρούν. Ίσως να ήταν παιχνίδια της φαντασίας του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν θα ήταν διόλου απίθανο. Με αποφασιστικότητα και θέληση, εστίασε και πάλι στο πρόβλημα της διάσωσης. Και τα κατάφερνε καλά μέχρι που κάτι έπεσε πάνω στη σκηνή.
Δεν έβαλε τις φωνές μόνο και μόνο γιατί οι φωνητικές του χορδές είχαν παρα­λύσει. Είχε μουδιάσει ολόκληρος. Τότε, μέσα στο σκοτάδι ο δρ Έλγουιν άρχι­σε να κουνιέται.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο επιστήμονας. «Είσαι εντάξει;»
Ο Χάρπερ αισθάνθηκε το σύντροφο του να γυρνάει και να ψάχνει το φακό. «Για όνομα του Θεού, κάτσε ήσυχα» ήθελε να πει, αλλά οι λέξεις δεν βγήκαν από το στόμα του. Ένα κλικ και ο φακός διέγραψε ένα φωτεινό κύκλο στο τοίχωμα της σκηνής.
Το τοίχωμα είχε βουλιάξει προς τα μέσα, σαν να ακουμπούσε πάνω του ένα βάρος. Στο κέντρο του εξογκώματος ήταν ένα τελείως ξεκάθαρο σχήμα: το αποτύπωμα ενός παραμορφωμένου χεριού ή νυχιού που απείχε από το έδαφος λιγότερο από ένα μέτρο. Οτιδήποτε ήταν εκεί έξω πρέπει να είχε γονατίσει καθώς, πάλευε με το ύφασμα της σκηνής.
Το φως πρέπει να το ενόχλησε. Το βαθούλωμα εξαφανίστηκε και το τοίχωμα της σκηνής ξανάγινε ίσιο. Ακούστηκε ένας απειλητικός γρυλισμός και μετά ησυχία.

Ο Χάρπερ ανακάλυψε ότι ανέπνεε και πάλι. Περίμενε από λεπτό σε λεπτό να σκιστεί η σκηνή και κάτι απίστευτα τρομακτικό να έρθει κατά πάνω τους. Αλλά σχεδόν απογοητεύτηκε όταν άκουσε το μακρινό ήχο μιας ριπής αέρα από τα βουνά ψηλά. Άρχισε να τρέμει. Δεν είχε να κάνει όμως με το κρύο, γιατί ήταν ζεστά και άνετα μέσα στο μικρό μονωμένο κόσμο τους. Και τότε ήρθε ένας γνώριμος, σχεδόν φιλικός, ήχος: το μεταλλικό κουδούνισμα που κάνει μια άδεια κονσέρβα όταν χτυπάει πάνω σε πέτρα. Αυτό ηρέμησε κάπως τα πνεύματα. Για πρώτη φορά ο Χάρπερ μπόρεσε να μιλήσει ή τουλάχιστον να ψιθυρίσει.

«Βρήκε τα τρόφιμα μας. Τώρα μπορεί να φύγει».
Όμως σαν απάντηση ακούστηκε ένας βρυχηθμός γεμάτος θυμό και απογοήτευ­ση και μετά ένα χτύπημα και κονσέρβες που κατρακυλούσαν μέσα στο σκοτά­δι, Ξαφνικά ο Χάρπερ θυμήθηκε ότι όλα τα τρόφιμα ήταν εκεί, μέσα στη σκη­νή. Μ όνο άδειες κονσέρβες ήταν έξω. Αυτή η διαπίστωση δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Μακάρι να είχαν αφήσει κάποια προσφορά στους όποιους θεούς ή δαίμονες των βουνών, όπως κάνουν οι προληπτικοί νομάδες.

Ό,τι ακολούθησε ήταν τόσο ξαφνικό και απρόσμενο που δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει. Ακούστηκε ένας πνιχτός ήχος, σαν κάτι να χτύπησε στο βράχο· και μετά το γνωστό ηλεκτρικό μουρμουρητό- και ένα απρόσμενο γρύλισμα.
Τέλος, ένα θυμωμένο ουρλιαχτό που πάγωνε το αίμα. Αμέσως μετατράπηκε σε ουρλιαχτό τρόμου, που άρχισε ν’ ανεβαίνει στον άδειο ουρανό.

Ο ήχος που απομακρυνόταν έφερε στο μυαλό του Χάρπερ μια σκηνή. Είχε δει κάποτε ένα κινηματογραφικό έργο των αρχών του εικοστού αιώνα με θέμα την ιστορία των πτήσεων. Σε αυτό εκτυλισσόταν μια τρομακτική σκηνή απογείωσης ενός αερόπλοιου. Μερικοί από το προσωπικό εδάφους είχαν κρατηθεί από τα αγκυροβόλια για λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω και το αερόπλοιο τους παρέσυρε στον αέρα. Τότε ο ένας μετά τον άλλο γλιστρούσαν και έπεφταν στο έδαφος.

Ο Χάρπερ περίμενε ν’ ακούσει κάποιον απόμακρο γδούπο, που ωστόσο δεν ακούστηκε ποτέ. Τότε κατάλαβε ότι ο δόκτωρ επαναλάμβανε συνεχώς:

«Άφησα δεμένες μαζί τις δύο συσκευές. Άφησα δεμένες μαζί τις δύο συσκευές».
Ήταν ακόμα τόσο σοκαρισμένος, που ούτε αυτή η πληροφορία δεν τον ανησύχησε. Αντίθετα, το μόνο που αισθάνθηκε ήταν μια απογοήτευση σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο.

Δεν θα μάθαινε ποτέ τι ήταν αυτό που τριγύριζε τη σκηνή τους αυτές τις λίγες μοναχικές ώρες πριν από το ξημέρωμα στα Ιμαλάια.

Αργά το απόγευμα εμφανίστηκε στο φαράγγι ένα από τα ελικόπτερα διάσωσης με πιλότο ένα σκεπτικιστή σιχ, ο οποίος αναρωτιόταν αν όλη αυτή η ιστορία ήταν ένα πολύπλοκο αστείο. Ώσπου να προσγειωθεί το ελικόπτερο μέσα να σύννεφο χιονιού, ο δρ Έλγουιν κουνούσε ξέφρενα το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο στηριζόταν στο σκελετό της σκηνής.
Μόλις ο πιλότος αναγνώρισε τον ανάπηρο επιστήμονα, αισθάνθηκε ένα τεράστιο δέος. Η αναφορά λοιπόν πρέπει να ήταν σωστή. Δεν υπήρχε άλλος δυνατός τρόπος να φτάσει ο Έλγουιν σε αυτό το μέρος. Και αυτό σήμαινε ότι οτιδήποτε πετούσε αυτή τη στιγμή στον ουρανό της Γης ήταν τόσο αρχαίο όσο ένα κάρο. «Ευχαριστώ το Θεό που μας βρήκες» είπε ο δόκτωρ με ειλικρινή ευγνωμοσύνη. «Πως ήρθες τόσο γρήγορα;»

«Καλύτερα να ευχαριστήσετε το δίκτυο των ραντάρ ανίχνευσης και τα τηλε­σκόπια στους διαστημικούς μετεωρολογικούς σταθμούς. Θα ερχόμασταν νωρί­τερα, αλλά στην αρχή νομίζαμε ότι επρόκειτο για φάρσα».
«Δεν καταλαβαίνω».

«Τι θα λέγατε εσείς, δόκτωρ, αν κάποιος σας ανέφερε ότι μία εντελώς νεκρή λεοπάρδαλη των Ιμαλαΐων, μπερδεμένη με ιμάντες και κουτιά, κρατούσε στα­θερή πορεία στα ενενήντα χιλιάδες πόδια;»

Ο Χάρπερ άρχισε να γελάει μέσα στη σκηνή, αγνοώντας τον πόνο του. Ο δό­κτωρ έβαλε το κεφάλι του στο άνοιγμα και τον ρώτησε ανήσυχα: «Τι συμβαίνει;» «Τίποτα – οχ! Απλά αναρωτιόμουν πώς θα κατεβάσουμε το έρημο το ζώο πριν γίνει ιπτάμενος κίνδυνος».

«Ε! Κάποιος πρέπει ν’ ανέβει με έναν άλλο Αιωρητή και να πατήσει τα κου­μπιά. Ίσως θα έπρεπε να βάλουμε τηλεχειρισμό σε όλες τις μονάδες…» Η φωνή του δρα Έλγουιν απομακρύνθηκε. Ήταν ήδη πολύ μακριά, χαμένος μέσα σε όνειρα που θ’ άλλαζαν τη μορφή πολλών κόσμων. Σε λίγο θα κατέβαινε από το βουνό ως άλλος Μωυσής κουβαλώντας τους νό­μους ενός καινούργιου πολιτισμού. Γιατί θα επέστρεφε στην ανθρωπότητα την ελευθερία που είχε χάσει εδώ και πολύ καιρό, από τότε που τα πρώτα αμφίβια άφησαν τα αβαρή καταφύγια τους κάτω από τα κύματα. Ο αγώνας δισεκατομμυρίων χρόνων ενάντια στη δύναμη της βαρύτητας είχε λήξει.

Νοέμβριος 1966